Οι μεγάλοι έρωτες έχουν ήδη πει Καλημέρα,

έχουν ανταλλάξει φιλιά, έχουν κάνει σχέδια για το Σαββατοκύριακο.

Ίσως έχουν μαλώσει, ίσως τα ξαναβρούν, προσπαθούν, ζουν.

Οι μεγάλοι έρωτες δεν γνωρίζουν εμπόδια, τι εμπόδιο να υπάρχει;

Σκίζουν βουνά, γονατίζουν τον εγωισμό τους, ξεπερνούν τους φόβους τους.

Οι μεγάλοι έρωτες ζουν μαζί.

Κι αν όχι, τότε γίνονται ποιήματα.

(Ανθή Πάνου)

Οι μεγάλοι έρωτες γραμμένοι με μικρό «μ» είναι απλοί στη βάση τους, δεν κάνουν πολύ θόρυβο, ούτε διακηρύττουν κάθε μέρα την ύπαρξή τους, παρ’ όλο που εκείνη αδυνατεί να σιωπήσει. Μιλούν για το τι θα κάνουν αύριο και ποια καινούργια συνταγή θα δοκιμάσουν για βραδινό. Είναι ήρεμοι μεταξύ τους και φιλιούνται σαν να μην υπάρχει κάποιος άλλος γύρω τους και μπορεί πράγματι για εκείνη τη στιγμή να μην είναι κανένας, γιατί ο χρόνος σταματάει ή τον έχουν κλέψει, ώστε να είναι άπλετος, μονάχα για εκείνους. Γελάνε και κλαίνε, στον ώμο του άλλου ή μόνοι τους, κρατάνε μούτρα γιατί είναι άνθρωποι και μιλούν για να τα ξαναβρούν γιατί είναι ερωτευμένοι. Δεν αφήνουν ο ένας τον άλλον, ακόμα κι αν βλέπουν πως μερικές φορές πρέπει ή νιώθουν πως αυτό είναι το σωστό. Αλλά πώς λένε «όχι» στον έρωτα, πώς του κλείνουν την πόρτα για να του δείξουν πως είναι ώρα να μείνει μακριά τους;

Μπορεί πράγματι να θέλουμε να πιστέψουμε πως στους μεγάλους έρωτες δε χωράνε ερωτηματικά, γιατί είναι απόλυτοι από τη φύση τους, εγωιστές μονάχα με τη διατήρηση της δύναμής τους αλλά ακριβώς αυτή η ορμητική τους τάση είναι που πολλές φορές δεν τους επιτρέπει να είναι μαζί. Γι’ αυτό γίνονται ποιήματα. Λέξεις που ίσως δεν κατάφεραν ποτέ να μετενσαρκωθούν σε κάτι πραγματικό, σε κάτι ατόφιο, σε κάτι απτό παρά μόνο βρήκαν καταφύγιο εκεί, όπου κανείς δε θα τους λογοκρίνει και δε θα τους διώξει. Γατί όλοι οι έρωτες στην ποίηση μετράνε, ακόμα και εάν δε ζουν οι άνθρωποί τους πια, ακόμα κι αν έχουν προχωρήσει, ακόμα κι αν έχουν αντικατασταθεί με άλλους έρωτες. Είναι σαν ιερός τόπος που θυμίζει νεκροταφείο, αλλά μονάχα από τον τρόπο που αντιλαμβανόμαστε και σεβόμαστε τον θάνατο έχουμε την ικανότητα να δούμε τη ζωή όπως είναι πραγματικά και τον έρωτα όπως τον οραματιζόμαστε.

Όσα ποιήματα κι αν διαβάσουμε, θα είναι δύσκολο να βρούμε την αναπαράστασή τους στην πραγματική ζωή, να ακούσουμε τα λόγια που ψιθυρίζουν οι ποιητές στις σελίδες τους, τα ποιήματά τους που σκίστηκαν και δε θα τα δούμε ποτέ, όπως και το βλέμμα τους όταν τα έγραφαν. Αλλά οι μεγάλοι έρωτες εμπεριέχουν αυτό το μυστήριο, σαν να μην μπορούμε να προσδιορίσουμε τον λόγο που μας συναρπάζουν τόσο. Ξέρουμε πως μας γοητεύουν και μας κάνουν να θέλουμε να ζήσουμε κάτι αντίστοιχο, τους διαβάζουμε, όμως, με μια πικρία, σαν να θέλαμε να καταλήξουμε μαζί. Κι η ποίηση είναι μια κατάληξη, χωρίς αυτή να έχει κάποιο αρνητικό πρόσημο. Είναι ένα τέλος μιας αφήγησης που δε χαρακτηρίζεται από περιορισμούς αλλά είναι ελεύθερο, είναι αχανές, χαοτικό σε εκατομμύρια λέξεις.

Όσα ποιήματα κι αν γραφτούν για τον έρωτα, πάντα θα μας συναρπάζουν. Οι άνθρωποι δε θα βαρεθούμε ποτέ να μιλάμε για μεγάλους έρωτες και να τους αναπολούμε, ακόμα κι αν τους διαβάζουμε μονάχα και τους βιώνουμε μέσα από τις λέξεις. Κι όμως, υπάρχουν κάποιοι τυχεροί που έχουν δίπλα τους εκείνον τον άνθρωπο, ο οποίος είναι ένα καταλυτικό σημείο στη ζωή τους. Σηματοδοτεί εκείνη η στιγμή που κάτι μέσα τους άλλαξε και μετά από εκείνον τίποτα δεν είναι ίδιο.

Όποια περίπτωση του «τέλους» και να διαλέξουμε ή να διαλέξει η ζωή για εμάς, ποτέ ένας μεγάλος έρωτας δεν παύει να υπάρχει, ακόμα κι αν τον θάψουμε κάτω από ξεχασμένες σελίδες ή κάτω από αναμνήσεις μιας άλλης εποχής, κάτω από ανθρώπους και καταστάσεις. Εμείς κι εκείνος θα ξέρουμε πάντοτε.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου