Η Κική Δημουλά είπε πως «οι μοναχικοί άνθρωποι νοσταλγούν τους πραγματικούς ανθρώπους». Χαμογελάς πικρά γιατί με το που ξεκίνησε αυτή η πρόταση, αυτόματα σταμάτησε. Σε προειδοποίησε πως μιλά για σένα, έναν ακόμα «μοναχικό», με μια ηχηρή επιβεβαίωση για τις λέξεις, μια επιπλέον προσωπική συνειδητοποίηση. Δε σε αφήνει να πιστέψεις ούτε και για λίγο πως είσαι ο μοναδικός μόνος. Αυτό θα ήταν ψέμα, ακόμα κι αν δεν το καταλάβαινες. Οπότε σε προλαβαίνει, προλαβαίνει το μυαλό σου και σε τραβάει από τον ώμο. Σε κάνει να κοιτάξεις: τον εαυτό σου, το ποίημα, το μέσα σου, τα πάντα γύρω σου. «Νοσταλγείς»- σε διαφωτίζει. Ούτε μεμψιμοιρείς, ούτε απελπίζεσαι, δεν τρομάζεις και δεν παγώνεις. Δέχεσαι αυτή την κατάσταση κι αφήνεσαι. Αφήνεσαι στο μόνο μέρος που νιώθεις οικεία και ζεστά.

Θυμίζει το πρώτο φαγητό που επιτέλους πέτυχες, την πρώτη γεύση της επιτυχίας που ένιωσες, την πρώτη πραγματική αγκαλιά που χάρισες, το πρώτο φιλί που έκλεψες, την πρώτη φορά που ήσουν περήφανος για τον εαυτό σου· την πρώτη φορά που γνώρισες πραγματικούς ανθρώπους. Δεν περίμενες να σου πω ποτέ ποιοι είναι αλλά μέσα σου τους έχεις φυλάξει μια ξεχωριστή γωνιά στο μυαλό σου. Κάπου όμορφα κι ίσως λίγο πιο σκοτεινά από τις άλλες, για να μην μπορούν να τις εντοπίσουν οι «κακές αναμνήσεις» και να τις αμαυρώσουν. Φροντίζεις αυτές τις αναμνήσεις και τις αναπολείς σε στιγμές όπως τώρα, που στέκεσαι πλάι πλάι με τη μοναξιά. Μια μοναξιά όμως που δεν είναι αποκλειστικά μοναχικότητα αλλά απέχει από την τρυφερότητα. Από το ηλεκτρισμένο χάδι και το σκίρτημα της καρδιάς, αυτό το σφίξιμο της αδημονίας όταν προσμένεις να αντικρίσεις αυτόν που αγαπάς κι εκείνο το χαμόγελο που προσπαθείς να ζωγραφίσεις στα χείλη του λείπει και κάτι τέτοιες ώρες κι είναι πιο εμφανές από ποτέ. Κανείς άλλος δεν μπορεί να πάρει τη θέση του γιατί το «σ’ αγαπώ» του έκανε πάντα τον κύκλο του, δεν άφηνε ποτέ μισοτελειωμένη τη φράση και την έλεγε επειδή την εννοούσε – όχι επειδή σου άρεσε να την ακούς.

 

 

Είχε κάτι το ανθρώπινο αυτός ο έρωτας, κάτι το θεραπευτικό, σαν να μπορούσες να σκύψεις πάνω του και να πετάξεις μακριά όλες τις δυσκολίες σου. Εκείνος θα σε βοηθούσε να μαζέψεις τα σπασμένα, να τα βάλεις σ’ έναν κάδο σκουπιδιών και μετά θα έπλενε μαζί σου τα χέρια. Θα κοιμόταν δίπλα σου για να δει εάν είσαι καλά, δε θα σου μιλούσε για να σου αφήσει χώρο αλλά το πρωί πριν έφευγε και θα σου έδινε ένα φιλί ακόμα κι εάν δεν το μάθαινες ποτέ. Το νοσταλγείς αυτό τώρα, όχι απαραίτητα επειδή το θέλεις πίσω αλλά εξαιτίας της συναισθηματικής ασφάλειας που σου προσέφερε. Αυτή είναι η πιο τρυφερή κίνηση που μπορεί να κάνει κάποιος άνθρωπος που πραγματικά σ’ αγαπά.

Μπορεί να μην ήταν τόσο περιπετειώδης όσο άλλες συναντήσεις σου, αλλά αυτές κάπου κάπου ξεθωριάζουν, γιατί αυτή ήταν ανέκαθεν η μοίρα τους. Αλλά με τον αγαπημένο είναι αλλιώς. Σπάει λίγο λίγο η μνήμη, όταν δε βρίσκεται στα ουράνια ή στα τάρταρα το σώμα και η καρδιά. Την αγγίζεις, είναι εκεί και δεν μπορείς να την αρνηθείς. Οπότε την αγκαλιάζεις, όπως έκανες κάποτε και την αφήνεις να σου συμπαρασταθεί, όπως έκανε κάποτε. Διόλου δε σε ένοιαζε και τότε και τώρα τι θα πουν όταν σε δουν να τρέχεις πάλι νοητά σ’ αυτόν που κάποτε σ’ αγάπησε, γιατί σου λείπει τώρα η τρυφερότητα. Νοσταλγείς αυτό το «κι εγώ» που έλεγες κάποτε με τόση ευκολία.

Συγκεντρώνεσαι σ’ αυτόν τον έρωτα -ή εκείνους εάν ήσουν τυχερός- και ρέεις μέσα του σαν να έχεις παραλύσει. Κοιτάς σε μια απροσδιόριστη κατεύθυνση για ένα άγνωστο χρονικό διάστημα μ’ έναν ακόμα πιο γενικόλογο προορισμό. «Η σκέψη σου στερεώνει σκαλοπάτια στον αέρα κι ανεβαίνει» (Κ. Δημουλά) μέχρι ν’ αγγίξει εκείνο το σημείο όπου θ’ αξίζει να σταθεί και ν’ αγναντέψει όλα όσα είχαν γίνει κι όλα όσα θα ήθελες τώρα να συμβαίνουν.

Μα δε σε πετάει απότομα κάτω στην πραγματικότητα, εσύ το επιλέγεις αυτό. Γιατί εάν η νοσταλγία είναι μέθη, η μνήμη είναι πλανεύτρα και πολύ εύκολα σε τραβάει μέσα της, να ζεις για πάντα, γιατί λες πως είναι ευκολότερο, ομορφότερο και λιγότερο επώδυνο. Δεν ξέρω εάν πρέπει να την αγκαλιάσεις ή να τη φιλήσεις στο μάγουλο πριν φύγεις από κοντά της, να της δώσεις στο χέρι και να πεις «εις το επανιδείν» γιατί θα επιστρέψεις,  αυτό είναι το μόνο σίγουρο. Ξέρεις μονάχα πως θα φύγεις, για ένα γεμάτο ερωτηματικά «πρέπει» της ζωής. Αλλά μέχρι να βρεθεί κάποιος άλλος, αντάξιος να σ’ αγαπήσει, η νοσταλγία θα είναι εκεί.

Ίσως για αυτό δε φοβάσαι τη μοναχικότητα της έλλειψης τρυφερότητας. Ξέρεις πως πάντα θα έχεις κάτι ν’ αναπολείς, από κάπου να πιάνεσαι και να μη βουλιάζεις στην απελπισία. Αναρωτήθηκες ποτέ πώς θα ήταν εάν δεν είχες κάποιον αληθινά αγαπημένο; Τι θα έμενε να σου λείψει τότε και τι θα σε τραβούσε μακριά από τη μιζέρια;

Μην τρομάξεις εάν δεν το έχεις νιώσει ακόμα, μη δώσεις κάτι τόσο πολύτιμο σε κάποιον που θα το κακομεταχειριστεί. Κι εάν γίνει αυτό, κράτα τις καλές στιγμές, τις αναμνήσεις που δεν πονάνε και την ατμόσφαιρα. Κάπου-κάπου έχεις ανάγκη να ξεσπάσεις και να κλάψεις και να λυγίσεις και να επιστρέψεις στο παρελθόν και ν’ αναπολήσεις. Να ηρεμήσεις. Είναι περίεργο πως κάτι τόσο μακρινό, έχει τόση επίδραση πάνω σου.

Η τρυφερότητα είναι όνομα αισθήσεως, κλίνεται σε όλους τους χρόνους, γένους καθηλωτικού, ενικός αριθμός πάντα, σαν να μην καταδέχεται άλλο τίποτα. Οπότε μοναχικέ αλλά όχι μόνε, τρυφερέ στη σκέψη αλλά όχι στο σώμα, ονειροπόλε αλλά ρεαλιστή, μελαγχολικέ αλλά όχι λυπημένε, εύχομαι να έχεις αγαπήσει! Αξίζει έστω και για την ανάμνηση.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου