1965, Καναδάς. Τα δίδυμα αδέρφια Bruce και Brian Reimer γεννιούνται, με τον Bruce να παρουσιάζει δυσκολία ούρησης, προκαλούμενη από φίμωση, και πραγματοποιείται χειρουργείο στα γενετικά όργανα του αγοριού, με αποτέλεσμα αυτά να τραυματιστούν. H ίδια εγχείρηση δεν έγινε στον Brian. Την αμέσως επόμενη χρονιά (1966), ο ψυχολόγος Jonh Money θέλοντας να αποδείξει πως το φύλο δεν είναι βιολογικά προσδιορισμένο αλλά καθορίζεται από κοινωνικούς παράγοντες, πως κάθε άνθρωπος γεννιέται και δε γίνεται, καταφέρνει να πείσει τους γονείς των παιδιών να αλλάξουν το φύλο του Bruce και να τον αναθρέψουν ως κορίτσι, με το όνομα Brenda. Οι γονείς συμφωνούν και η «Brenda» επισκέπτεται κάθε χρόνο ψυχολόγο για να παρακολουθεί την πορεία της.

Σε ηλικία 7 ετών, αρχίζει να συμπεριφέρεται περισσότερο σαν αγόρι (να ντύνεται αλλιώς, να μην της αρέσουν τα μακριά μαλλιά, να παίζει με άλλα παιχνίδια) και ο ψυχολόγος χρησιμοποιεί πρακτικές για να της θυμίσει πως είναι κορίτσι. Μελέτες αναφέρουν παιδοφιλικές συμπεριφορές προς το παιδί και προτροπή του αδερφού της για συγκεκριμένες πράξεις (όπως να αυτοϊκανοποιείται μπροστά του). Στα 13 της, η Brenda πραγματοποιεί την πρώτη αποτυχημένη απόπειρα αυτοκτονίας, ενώ δύο χρόνια μετά (15 ετών) σταματά την ορμονοθεραπεία, στην οποία την είχε υποβάλλει ο Money και αρνείται την προσπάθεια να της δημιουργήσουν γυναικεία γενετικά όργανα. Σταματά να επισκέπτεται τον ψυχολόγο και οι γονείς της της αποκαλύπτουν πως στην πραγματικότητα γεννήθηκε αγόρι. Τότε αποφασίζει να αυτοπροσδιορίζεται ως David. Το απάνθρωπο αυτό «πείραμα» που ονομάστηκε Jonh/Joan, επηρέασε αρνητικά τη ζωή και των δύο παιδιών: ο Brian έπασχε από κατάθλιψη και σχιζοφρένεια και κατέληξε από υπερβολική δόση ουσιών, ενώ ο Bruce αυτοκτόνησε στα 38 του.

Αυτό που ουσιαστικά προσπάθησε να αναδείξει ο ψυχολόγος με το συγκεκριμένο πείραμα ήταν η ύπαρξη μονάχα του «κοινωνικού φύλου» και η δυνατότητα εκμάθησής του, δίχως να συνδράμουν βιολογία και γενετική. Ωστόσο, πέραν της έλλειψης ηθικής, ο ψυχολόγος παρέλειψε έναν σημαντικό παράγοντα: τα γονίδια και τις ορμόνες. Το σώμα του αγοριού συνέχισε να εκκρίνει τεστοστερόνη και τα χρωμοσώματά του είχαν τη μορφή XY. Η διαφοροποίηση του φύλου στον εγκέφαλο πραγματοποιείται στο τρίτο τρίμηνο της εγκυμοσύνης, αφού διαφοροποιηθούν τα εξωτερικά γεννητικά όργανα και συνεχίζεται έως τον πρώτο τρίμηνο μετά τη γέννηση. Το παιδί, στην ηλικία των 4, υποδύεται ταυτότητες αντίστοιχες με τα πρότυπα που βλέπει να του «ταιριάζουν», ενώ μεταξύ 7 και 10 προσδιορίζεται ξεκάθαρα.

Οι σύγχρονες αποτιμήσεις δείχνουν πως το φύλο αποτελεί ένα ευρύ φάσμα και είναι δικαίωμα κάθε ανθρώπου να αυτοπροσδιορίζεται όπως επιθυμεί. Συγχρόνως, μαζί με το φύλο ανοίγει και μια ευρύτερη κουβέντα για τον καθορισμό της σεξουαλικότητας, δύο πράγματα που θα ήταν λάθος να ταυτίσουμε. Η σεξουαλικότητα δεν είναι κάτι δεδομένο αλλά μια διαδικασία εκμάθησης κυρίως του εαυτού. Καταρρίπτοντας το στερεοτυπικό ετεροφυλοφιλικό μοντέλο όπου οι άνδρες ελκύονται από τις γυναίκες και το αντίστροφο, μπορούμε να αναζητήσουμε άλλα ήδη σεξουαλικότητας. Μέσα σε όλα, λαμβάνει δράση και η ύπαρξη του «κοινωνικού» φύλου, μια καθαρά πολιτισμική κατασκευή που αναγκάζει τα άτομα να υιοθετούν αντίστοιχες συμπεριφορές και χαρακτηριστικά με εκείνα που η κοινωνία αναμένει από το φύλο τους. Οι γυναίκες για παράδειγμα, πρέπει να είναι πιο γλυκιές και συμπονετικές, ενώ οι άνδρες πιο σκληροί και αυστηροί για να ικανοποιήσουν τον κοινωνικό τους ρόλο. Εάν όμως τα στοιχεία αυτά αντιστραφούν, αυτόματα στη σκέψη πολλών αντιστρέφεται νοητά και το φύλο, μαζί με τη σεξουαλικότητα.

Αποφεύγουμε να μιλήσουμε ή να ασχοληθούμε με τα είδη σεξουαλικότητας και τον προσδιορισμό του φύλου, πέρα από τους στρέιτ άνδρες και γυναίκες. Δειλά δειλά, τις τελευταίες δεκαετίες, κυρίως οι φεμινιστικές σπουδές έχουν αναδείξει το ζήτημα του φύλου και της σεξουαλικότητας αναφορικά με την αποδοχή και τον σεβασμό που οφείλουμε να επιδεικνύουμε, δύο στοιχεία που θα έπρεπε να θεωρούνται αυτονόητα αλλά δυστυχώς οι σύγχρονες μαρτυρίες έχουν αποδείξει το αντίθετο. Από αυτό φαίνεται περίτρανα πως όσοι επιδεικνύουν σεξιστικές ή και ομοφοβικές συμπεριφορές προς συγκεκριμένες ομάδες του πληθυσμού, δεν έχουν έρθει σε βαθύτερη επαφή με τη δική τους σεξουαλικότητα, με τον εαυτό τους. Τα άτομα που δεν είναι απόλυτα σίγουρα για τη σεξουαλικότητά τους νιώθουν απειλή από τους άλλους, εκείνους που πολλές φορές αποκαλούν «παρέκκλιση». Αδόκιμος όρος για κάτι που δεν έχει να κάνει με το φυσιολογικό ή μη αλλά με την έλξη που αναπτύσσει ένας άνθρωπος προς έναν άλλον. Η σεξουαλικότητα είναι κάτι ρευστό και όπως έδειξε και μια πρόσφατη έρευνα του 2018 από τον ψυχολόγο Ritch C. Savin-Williams τόσο οι άνδρες -σε μεγαλύτερο ποσοστό- όσο και οι γυναίκες μπορούν να ερεθιστούν από το αντίστοιχο με εκείνους φύλο. Άρα, κανείς εν τέλει δεν είναι 100% στρέιτ, όπως υποστηρίζουν πολλοί.

«Γυναίκα γίνεσαι, δε γεννιέσαι», είχε πει η Σιμόν ντε Μποβουάρ και θα μπορούσαμε να προσθέσουμε πως το ίδιο ισχύει και για τον άνδρα. Το άτομο, ως μοναδική οντότητα, μπορεί να επιλέξει τι θα γίνει, ποια πρότυπα θα ακολουθήσει, πώς θα διαμορφώσει την προσωπικότητά του, ποιους ανθρώπους θα αγαπήσει. Εξάλλου, ο άνθρωπος δεν μπορεί να μπει σε καλούπια, ούτε και να καθοριστεί βάσει αυτών -όπως έχει ήδη επιχειρηθεί. Το μόνο σίγουρο είναι πως γεννήθηκε ελεύθερος να επιλέξει και να γίνει.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.