«Χρυσός Λέων» στο Φεστιβάλ Βενετίας για το 2023, μια από τις πολυαναμενόμενες ταινίες της χρονιάς σε σκηνοθεσία του Γιώργου Λάνθιμου με την Emma Stone, τον Willem Dafoe και τον Mark Ruffalo στους πρωταγωνιστικούς ρόλους· τι θα μπορούσε να πάει λάθος; Ο λόγος γίνεται για την κινηματογραφική παραγωγή «Poor Things» που δεν ξέρουμε εάν θα πρέπει να τη χαρακτηρίσουμε ως μια σύγχρονη εκδοχή του Φρανκενστάιν, μια περιπέτεια στους βικτοριανούς καιρούς, μια ιστορία σ3ξουαλικής αφύπνισης ή μια εξιστόρηση για τη γυναικεία χειραφέτηση.

Η αλήθεια είναι πως είναι όλα αυτά και πολλά περισσότερα καθώς μέσα από τη ζωή και την αφήγηση της Μπέλα Μπάξτερ για τη ζωή, ανακαλύπτουμε πως αυτό το «δημιούργημα» είναι μια γυναίκα που θα μπορούσε να τοποθετηθεί σε κάθε χρονική περίοδο- θα μπορούσε να ζει την εποχή της Ζαν ντ’ Αρκ ή να βρίσκεται στους δρόμους της Αθήνας με το κίνημα του #metoo. Παρόλο που η ταινία φαινομενικά διαδραματίζεται σε παρελθοντική εποχή, είναι εξαιρετικά σύγχρονο έργο, αναφορικά με τα ερωτήματα που θέτει.

Η ταινία (εμπνευσμένη από το μυθιστόρημα της Alasdair Gray, 1992 με τον ομώνυμο τίτλο) εξιστορεί τη ζωή της Μπέλα Μπάξτερ (Emma Stone) και την πορεία της, ουσιαστικά, προς την ενηλικίωση. Ο πατέρας της (Willem Dafoe) τον οποίο αποκαλεί «God», ως μια εκδοχή της Μέρι Σέλλευ είναι εκείνος που πραγματικά της έδωσε ζωή και την ανέστησε από την απόπειρα αυτ@κτονίας που είχε κάνει. Πλέον, η Μπέλα, με έναν νέο εγκέφαλο (εκείνο ενός μικρού παιδιού) προσπαθεί να μάθει τον κόσμο και να περιηγηθεί μέσα του.

Προτού, όμως, μιλήσουμε για τις εκπληκτικές ερμηνείες, δε γίνεται να παραβλέψουμε αυτή την έκρηξη φουτουριστικής δημιουργικότητας που ντύνει την πλοκή, όπως επίσης και τα κουστούμια που φορούσαν οι ηθοποιοί (από τη Holly Waddington). Πολλά χρώματα, κτίρια που θυμίζουν Γκαουντί, ψυχεδελικές εικόνες που μας κάνουν να νομίζουμε πως βρισκόμαστε σε κάποιο όνειρο ή σε μια φανταστική χώρα με πολύ όμως ρεαλιστικά συμβάντα. Μέσα σε αυτό το φόντο, η ζωή της Μπέλα ξεκινά να είναι περιπετειώδης από τη στιγμή που φεύγει από το σπίτι της με έναν άνδρα, τον Ντάνκαν (Mark Ruffalo), ο οποίος αρχικά φαίνεται να ενθουσιάζεται και να γοητεύεται από την παιδικότητα που τη χαρακτηρίζει και την επιθυμία της για σ3ξουαλική επαφή- κάτι που εκμεταλλεύεται.

Όμως, εκείνη, σε ένα ταξίδι τους αρχίζει σιγά σιγά κι ανακαλύπτει τον κόσμο, διαβάζει βιβλία, έρχεται σε επαφή με νέες ιδέες, με τα προβλήματα που μαστίζουν την κοινωνία και με την «ελευθερία – ανεξαρτησία». Από ένα «μικρό παιδί» που αδυνατούσε να μιλήσει καλά, γίνεται μια γυναίκα που θέλει να επιλέγει εκείνη τι θα κάνει στη ζωή της. Φυσικά, όταν ο Ντάνκαν αντιλαμβάνεται πως δεν μπορεί να την ελέγξει συγχύζεται, κλαίει, της κάνει νάζια και συμπεριφέρεται σαν να του πήραν μακριά το αγαπημένο του παιχνίδι, αλλά εκείνη του ξεκαθαρίζει πως θέλει να γνωρίσει τον κόσμο κι αυτό κάνει.

Η χαρακτήρας αυτή σκιαγραφεί μια γυναίκα που κατακρίνεται για την επιθυμία της για σ3ξ, για το γεγονός ότι δε θέλει παιδιά (αυτός ήταν και ο λόγος που πήγε να αυτ@κτονήσει) και για την απόφασή της να ζήσει χωρίς τη βοήθεια κάποιου άνδρα. Αποφασίζει στο τέλος να γίνει γιατρός και να διαχειρίζεται τη ζωή της όπως εκείνη ορθότερα κρίνει, οπότε μήπως, τελικά, η ταινία σου προσφέρει στο πιάτο αυτό που μισεί τόσο η φαλλοκρατική κοινωνία; Μια νέα γυναίκα που ξέρει τι θέλει και δε φοβάται να το πει, ούτε ντρέπεται να δηλώσει άφιλτρα τις σκέψεις της (καθώς όπως είπαμε έχει μυαλό μικρού παιδιού) και χαράσσει τον δικό της δρόμο. Το slut shamming που προσπαθεί ο Ντάνκαν να της κάνει δεν την πτοεί, οι ενοχές που προσπαθεί ο πρώην σύντροφός της να της φορτώσει για το παιδί που δεν επιθυμούσε δεν την αγγίζουν και οι περίεργες (αλλά άξιες απορίας) ερωτήσεις που θέτει στους επισκέπτες του οίκου ανοχής που δουλεύει μάς επιβεβαιώνουν πως πέραν από μια ιστορία αυτογνωσίας, η ταινία έχει μια ισχυρή φεμινιστική χροιά.

Ο Γιώργος Λάνθιμος κατάφερε με μαεστρία να περάσει αυτό το μήνυμα μέσα από μια φανταστική αφήγηση που ακροβατεί στα όρια του εξωπραγματικού και του ωμού ρεαλισμού. Την ώρα που μας δείχνει σκύλους με κεφάλια πάπιας παρατηρούμε κι άστεγους ανθρώπους που πεθαίνουν από την πείνα. Η γνωστή του οπτική με τους ευρυγώνιους φακούς, η μουσική επιμέλεια προσεκτικά τοποθετημένη σε κάθε κίνηση των ηθοποιών και η κλιμάκωση τής πλοκής μέσα από τη συνειδητοποίηση της πρωταγωνίστριας για τον κόσμο, δε θα μπορούσε να μην αξίζει κάτι λιγότερο από όσα διθυραμβικά σχόλια του προσάπτουν.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου