«Καμιά φορά με ρωτάνε γιατί άργησα τόσα χρόνια να ζητήσω βοήθεια από ειδικούς. Η απάντηση είναι απλή: δεν την ήθελα ακόμα αυτή τη βοήθεια. Και δεν την ήθελα γιατί δεν καταλάβαινα τι το τραγικό είχε όλο αυτό.»

(Έλενα Ακρίτα στο βιβλίο της «Μαμά, κοίτα, χωρίς χέρια»)

Ξεκινάει από σκέψεις που στην αρχή φαίνονται άκακες και πράγματι μπορεί να είναι, τύπου «άσ’το μωρέ, ας μη βγω σήμερα» ή «δεν είναι ανάγκη κάνω κάτι πέρα από τη δουλειά». Στη συνέχεια, αυτές γίνονται μια καθημερινότητα, μια ρουτίνα που δε θέλουμε και πολύ να ξεφύγουμε από αυτή και εάν εκείνες καταφέρουν να εγκαθιδρυθούν στη ζωή μας, τότε μπορούμε να πούμε πως δεν έχουμε μια απλή θλίψη για τα γεγονότα που μας συμβαίνουν ή μια μελαγχολία που «θα περάσει κάποια στιγμή». Είναι ένα αναμενόμενο συναίσθημα η λύπη, όταν συμβαίνει κάτι δυσάρεστο στη ζωή μας, αλλά για να έχουμε τη δυνατότητα να το χαρακτηρίσουμε ως μια «φυσιολογική» κατάσταση (με ιατρικούς όρους) θα πρέπει να υποχωρεί σταδιακά και να συνεχίζουμε κι εμείς τη ζωή μας χωρίς αυτή να μας συντροφεύει πάντοτε. Αλλά το θέμα είναι πως δεν αφορά μονάχα μια συνθήκη όπου κάποιος απλοϊκά (κι αφελώς) θα έλεγε πως «είμαστε συνέχεια στεναχωρημένοι».

Η κατάθλιψη, εμφανίζεται ως η αίσθηση πως πρέπει να βγάλουμε την ημέρα κι αυτό ισχύει για κάθε μέρα που περνάει. Μια μέρα που σταθερά δε μας γεμίζει χαρά ή ενθουσιασμό αλλά κάθεται πάνω μας σαν βάρος που δεν έχουμε τη δύναμη να πετάξουμε. Είναι η σταθερή ανάγκη να περνάμε όλη την ώρα στο κρεβάτι μας όταν δεν έχουμε να πάμε σε κάποια υποχρεωτική δουλειά, να θέλουμε να κοιμόμαστε συνεχώς κι αυτό να μας ανακουφίζει. Είναι να μη βαριόμαστε να κάνουμε πράγματα, αλλά να μη βρίσκουμε λόγο στο να τα κάνουμε κι αυτή η ατονία να εξαπλώνεται σε όλες μας τις σχέσεις και τις δραστηριότητες. Η πραγματικότητα είναι πως τίποτα δε μας γεμίζει και δε μας προξενεί χαρά κι ευχαρίστηση. Όλα αυτά, όμως, είναι εξίσου πολύ πιθανό να μην τα έχει αντιληφθεί κανένας γύρω μας, γιατί συνεχίζουμε να είμαστε απόλυτα λειτουργικοί στην επαγγελματική μας ζωή. Είναι μια ακόμα «κακή μέρα» που θα περάσει κι όλα θα πάνε καλά, οπότε δε χρειάζεται να αγχωνόμαστε γιατί «όλα περνάνε». Σωστά;

Στην περίπτωση της πάθησης αυτής αυτό δεν ισχύει, καθώς δε θα περάσει με την πάροδο του χρόνου (χωρίς να κάνει κάποιος κάτι γι’ αυτό) αλλά θα κλιμακώνεται. Το 2021 μια έρευνα έδειξε πως κάθε 30 δευτερόλεπτα ένας άνθρωπος αυτ@κτονεί λόγω της κατάθλιψης που αντιμετωπίζει. Αλλά, ακόμα και εάν δε χαρακτηρίζεται από μεγάλη χρονικότητα αυτή η συνθήκη, μιλάμε για «ύπαρξη καταθλιπτικού επεισοδίου» το οποίο μπορεί να διαρκέσει για εβδομάδες, μήνες ακόμα και χρόνια.

Η δύσκολη φύση της, δε σημαίνει πως κάποιος δεν μπορεί να ξεπεράσει την κατάθλιψη, ωστόσο, παρατηρείται συχνά η άρνηση να στραφούμε σε έναν ειδικό. Εδώ, ενδεχομένως, όλοι οι «γιατροί» του διαδικτύου να ρωτήσουν «γιατί δεν πας;» και η Ε. Ακρίτα απαντάει -ίσως εκ μέρους όλων μας- πως «δεν μπορώ» κι είναι σημαντικό να είμαστε εντάξει με αυτό. Γιατί εμπίπτει στις περιπτώσεις όπου υπάρχει η κατάλληλη στιγμή για να ζητήσουμε βοήθεια, να νιώθουμε πως μπορούμε να επικοινωνήσουμε κάτι που πλέον αναγνωρίζουμε κι εμείς οι ίδιοι ως δυσλειτουργία στη ζωή μας. Δυσλειτουργία, όχι υπό την έννοια πως κάτι δε λειτουργεί σωστά κι είμαστε προβληματικοί, αλλά πως αυτή η συνθήκη έπαψε πλέον να μας εξυπηρετεί εμάς τους ίδιους (εάν μας εξυπηρετούσε και ποτέ) και να μας ανακουφίζει. Δεν είναι μια «μια γλυκιά μελαγχολία», ούτε μια ρομαντική συνθήκη που βρισκόμαστε σε περισυλλογή, αλλά μια πάθηση που εξαιτίας του γεγονότος πως αφορά την ψυχική μας υγεία, έχει δαιμονοποιηθεί στο μυαλό πολλών ή έχει μειωθεί η σημασία στη σκέψη άλλων.

Αν, μάλιστα, σκεφτούμε πως το 12% του πληθυσμού πάσχει από κατάθλιψη, ίσως θα πρέπει να είμαστε πιο δεκτικοί στο να ωθούμε τους ανθρώπους να μιλάνε, να τους δίνεται ο χώρος και ο χρόνος να μοιράζονται τα βιώματα και τις σκέψεις τους χωρίς να κατακρίνονται. Αλλά και να υπάρχει καλύτερη μέριμνα για την αντιμετώπισή της, καθώς μονάχα οι μισοί από τους ανθρώπους αυτούς έχουν τη δυνατότητα πρόσβασης σε ψυχοθεραπευτές και φαρμακευτική αγωγή.

«Η κατάθλιψη είναι σαν μια μαυροντυμένη γυναίκα. Αν βρεθεί στον δρόμο σας, μην τη διώξετε. Προσκαλέστε τη μέσα, προσφέρετέ της μια θέση, συμπεριφερθείτε της όπως στους φιλοξενούμενούς σας και ακούστε αυτά που έχει να σας πει» (Carl Jung). Μετά μπορείτε να την αφήσετε να φύγει γιατί όπως και το σπίτι, έτσι κι ο εαυτός, ανήκει σ’ εσάς.

Τηλέφωνο επικοινωνίας ψυχοκοινωνικής υποστήριξης: 10306

Γραμμή Βοήθειας για την Κατάθλιψη: 1034
 

Πηγή φωτογραφίας: documento.gr

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου