Όταν η εργασία είναι χαρά, η ζωή είναι ωραία. Όταν η εργασία είναι καθήκον, η ζωή είναι σκλαβιά. ~ Μαξίμ Γκόρκι.

Στις αρχές του 19ου αιώνα, μια από τις τότε πιο ισχυρές βιομηχανίες αφορούσε την κλωστοϋφαντουργία, καθώς οι κοινωνίες βρίσκονταν ακόμα σε πρώιμα στάδια ανάπτυξης (φεουδαρχία) και από τις μεγάλες πόλεις μέχρι τα χωριά ασχολούνταν με την παραγωγή υφασμάτων. Ως επακόλουθο, ο κλάδος αυτός αφορούσε το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού.

Μια από τις πρωτοπόρες έρευνες που πραγματοποιήθηκαν εκείνη την εποχή ήταν να μελετήσουν τις συνθήκες ανεργίας και πώς επιδρούσε στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Η έρευνα είχε ιδιαίτερο ενδιαφέρον, εάν σκεφτούμε πως ίδιοι οι μελετητές επισκέφτηκαν την περιοχή, έζησαν εκεί για ένα διάστημα, πήραν συνεντεύξεις από τους κατοίκους και έπειτα έβγαλαν τα συμπεράσματά τους. Η περιοχή αυτή έχει το όνομα Marienthal και βρίσκεται κοντά στη Βιέννη. Εκεί συναντούσε κανείς εργοστάσια και σιδηροδρομική γραμμή που την περίοδο εκείνη ήταν συνώνυμο της ανάπτυξης. Η πλειοψηφία των κατοίκων ήταν εργαζόμενοι στην κλωστοϋφαντουργία, η οποία με την κρίση του 1929 που αποδυνάμωσε τις οικονομίες παγκοσμίως, άφησε πολλούς ανθρώπους σε καθεστώς ανεργίας.

Τα άτομα πέρασαν από την απόλυτη και σχεδόν βέβαιη απασχόληση σε περιστασιακά επαγγέλματα ή έμειναν μακριά από οποιαδήποτε εργασία. Όπως συμβαίνει σε κάθε μεγάλη κρίση της ανθρωπότητας, όσοι είχαν πληγεί στράφηκαν ο ένας στον άλλον για υποστήριξη και αλληλοβοήθεια και αυτό τους έδωσε ελπίδα. Το παράδοξο όμως της έρευνας είναι τα συναισθήματα τα οποία εκφράζονται μέσα από τις αφηγήσεις τους. Μπορούμε να σκεφτούμε πως διακατέχονταν από ένα αίσθημα ματαιότητας, μετέωροι εξαιτίας ενός συστήματος που τους είχε υποσχεθεί πολλά περισσότερα από όσα κατάφερε να πετύχει. Εξάλλου, η κοινωνία προσθέτει στο άτομο που έμεινε χωρίς δουλειά και μια επιπλέον αδυναμία, «κατηγορώντας» το ουσιαστικά που δεν είναι «ικανό» να δουλέψει αλλού.

«Το ζητούμενο είναι να βρούμε μια δουλειά να βολευτούμε» ήταν μια άποψη τη δεκαετία του ’80, τότε που όλοι ήθελαν να μπουν στον δημόσιο τομέα, ο οποίος υποσχόταν μόνιμο μισθό και θέση. Σήμερα αυτή η γνώμη -ευτυχώς- έχει αλλάξει. Θεωρείται πως για να έχει κανείς ένα ικανοποιητικό εισόδημα, σε πόστο που να τον ενδιαφέρει, δε φτάνει μονάχα ένα πτυχίο ή ένα μεταπτυχιακό, αλλά απαιτούνται πολλά παραπάνω. Αυτό που μας έδειξε ο καπιταλισμός είναι πως «κανείς δεν είναι αναντικατάστατος». Αλλά ακόμα και όταν εργάζονται οι άνθρωποι, συνεχίζουν να μην κάνουν μακροπρόθεσμα σχέδια, γιατί κανείς δεν ξέρει τι θα προκύψει την επόμενη μέρα. Οι περισσότεροι δείχνουν να μην έχουν ιδιαίτερες προσδοκίες από τη δουλειά τους και μένουν ακόμα κι όταν δεν είναι απόλυτα ικανοποιημένοι.

Είναι χαρακτηριστικό πως οι άνεργοι δηλώνουν πως προσπαθούν να «γεμίσουν» τον χρόνο τους. Είναι σαν να μην καταφέρνουν να μείνουν λίγο μόνοι, καταλήγοντας πολλές φορές να παραπονιούνται για έλλειψη ελεύθερου χρόνου, που υπάρχει αλλά οι ίδιοι δε διαχειρίζονται εποικοδομητικά. Επιλέγουν να ακολουθήσουν αντίστοιχο μοτίβο καθημερινότητας με εκείνους που δουλεύουν και αυτή η γενικότερη στάση τους έχει επίδραση και στην πολιτική τους δράση.

Κανείς όμως δεν μπορεί να κατηγορήσει τον άλλον, γιατί δε βγήκε στους δρόμους για να διεκδικήσει τα δικαιώματά του. Φυσικά, και ο τρόπος που λειτουργεί η αγορά δεν είναι «αθώος», αφού καλλιεργεί μια λογική στους εργαζόμενους πως «τίποτα δε θα αλλάξει» και πως η όποια συμμετοχή σε ομαδικές δράσεις χαμένος κόπος. Αν αλλάξει λίγο αυτή μας η νοοτροπία, μπορεί να μη βρούμε τον τρόπο να ανατρέψουμε τον καπιταλισμό, αλλά θα μάθουμε να μη γινόμαστε υποχείριά του.

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.