Υπάρχει άραγε κάποιο ζήτημα που να έχει συζητηθεί, να έχει πυροδοτήσει τις καρδιές των ανθρώπων, να έχει φέρει καταστροφές, να έχει δημιουργήσει τα πιο αξιομνημόνευτα έργα τέχνης, περισσότερο από τον έρωτα; Στάσου για λίγο στην αντίθεση που υπάρχει εδώ και συλλογίσου ότι το συναίσθημα αυτό είναι ικανό για τα ανώτερα και τα κατώτερα, για τα πιο ειδεχθή και τα πιο υπέροχα, για τις πιο γλυκές λέξεις και τα πιο πικρά λόγια.

Ο έρωτας παρ’ όλη την ευαισθησία που συχνά του προσάπτουμε, είναι διεκδικητικός, κτητικός, εγωιστής, κινείται επικίνδυνα ανάμεσα στα λεπτά όρια μεταξύ του μίσους και της αγάπης, ζητιανεύει τις δυνατές εκρήξεις την ίδια στιγμή που γνωρίζει ότι έχουν τη δύναμη να τον αποτελειώσουν· δικαίως έχει γραφτεί από τον Χριστιανόπουλο πως όλα κρέμονται από μία κλωστή, μονάχα όμως ο έρωτας κρέμεται από μια τρίχα. Ακροβατεί, όχι πάνω σε κάποιο γερό και δυνατό σχοινί, αλλά πάνω σε μία τρίχα βουτηγμένη σε αμφιβολίες. Και τι ασφάλεια προσφέρει άραγε κάτι τόσο ανασφαλές; Αλλά από την άλλη, μήπως για αυτό δυσκολεύονται τόσο οι άνθρωποι να τολμήσουν να τον αγγίξουν; Τον φοβούνται άραγε ή τον μισούν υπερβολικά;

«Ο λόγος που είμαστε ανίκανοι να αγαπήσουμε είναι ίσως ότι λαχταράμε να αγαπηθούμε» γράφει ο Κούντερα. Έχουμε μάθει να αναζητούμε όλα εκείνα που εμείς επιθυμούμε, αυτά που χρειαζόμαστε, τα όσα μας λείπουν. Αδυνατούμε να αφεθούμε εξαιτίας της προσκόλλησής μας σε εμάς τους ίδιους. Οι άνθρωποι δύσκολα παραδίνονται γιατί πρώτα οφείλουν να αγαπήσουν οι ίδιοι τον εαυτό τους. Αποζητάς τον έρωτα λοιπόν ή τον θαυμασμό; Κάποιες φορές αυτά τα δύο συνδέονται, άλλωστε ποιος είπε ότι ο έρωτας είναι αθώος και ανιδιοτελής;

«Δεν ήξερα ότι το μεγαλείο είναι κάτι που βρίσκεται στην καρδιά» παραδέχεται εύλογα ο Φιτζέραλντ. Στην καρδιά άλλωστε όλα είναι αποδεκτά, τα κολοσσιαία συναισθήματα, οι ανθρώπινες υπερβολές, οι παραδοχές, τα λάθη, το ανθρώπινο τελικά μεγαλείο του έρωτα. Εκείνο που συγχωρεί, δέχεται  -με όλες τις προθέσεις (επί, παρά, κατά) του-, αλλάζει και μετουσιώνεται. Σε τι θα μπορούσαν να μεταμορφωθούν όλα αυτά; Σε αυτόν τον ξεχωριστό άνθρωπο που σκέφτεσαι όταν διαβάζεις ερωτικά ποιήματα ή στιχάκια, όταν ακούς εκείνα τα μελαγχολικά τραγούδια στο ραδιόφωνο, τη στιγμή που κοιτάς την πρώτη βροχή του φθινοπώρου μέσα από το παράθυρό σου και αφήνεις το μυαλό σου να ταξιδέψει, όταν αναφέρεται τυχαία το όνομά του και εσύ κοιτάς γύρω σου μήπως και εντοπίσεις -τυχαία- το βλέμμα του. Δικαίως λοιπόν, το μεγαλείο (της ζωής, της αγάπης, του έρωτα, της ύπαρξης, της ελευθερίας, της σκέψης) φωλιάζει στην καρδιά.

Οπότε μπορείς πλέον κι εσύ, σαν ένας περιπλανώμενος Ελύτης να φωνάξεις δυνατά, με όλη τη δύναμή σου (και το μεγαλείο σου) ότι «Το ξέρω πως καθένας μονάχος πορεύεται στον έρωτα. Το ξέρω. Το δοκίμασα. Δεν ωφελεί. Άφησε με να έρθω μαζί σου». Μία ψυχή που περιφέρεται μόνη, με τα συναισθήματά της στοιβαγμένα μέσα της, χωρίς αντίκρισμα όμως. Πώς θα μπορούσαμε να το αποκαλέσουμε αυτό, πέρα από τραγικά μεγαλειώδες;

Τον έρωτα τον λατρεύεις εξαρχής μόνος σου, σαν να αγνοείς την ύπαρξη εκείνου που θα τολμήσει να ταράξει την καρδιά σου. Σαν να φοβάσαι μην και δε βρεθεί ποτέ μπροστά σου και μια ζωή προετοιμάζεσαι για το πώς θα τον προσεγγίσεις. Αλλά δεν ωφελεί πουθενά να ψεύδεσαι πλέον στον εαυτό σου, γιατί ο έρωτας μπορεί να είναι απαιτητικός αλλά η ψυχή πιστεύει ότι μπορεί να τον κατευνάσει. Μη φοβάσαι λοιπόν να πλησιάσεις τον έρωτα. Ακόμη κι όταν ερωτεύεσαι μόνος μπορείς να νιώσεις ανακούφιση. Πλάθεις τον άλλον όπως επιθυμείς και ταυτόχρονα φτάνεις τον εαυτό σου μέχρι τα όριά του. Κινείσαι μεν εντός της ασφάλειας του μυαλού σου αλλά η καρδιά που νιώθει εκείνη τη στιγμή κέντρο του σύμπαντος, είναι απρόβλεπτη.

«Ανάμεσά μας δεν υπάρχει τοίχος, υπάρχει το άπειρο και η αιωνιότητα» διακηρύσσει ο Μπαρμπίς. Υπάρχουν όλες οι δυνάμεις του κόσμου, όλα εκείνα που ονειρεύεσαι, που έχεις απορρίψει και θελήσει πίσω. Ανάμεσά σας, σε αυτή την μικρή απόσταση μεταξύ ζωής και θανάτου ζωντανεύει η αρχή μιας σχέσης ή και πιθανώς ένα άγνωστο τέλος. Ίσως βέβαια όλα αυτά να φαίνονταν πολύ μακρινά καθώς το μόνο που απασχολούσε ανέκαθεν τους ερωτευμένους ήταν το «τώρα», το οποίο όμως αποτελούσε το προσωρινό τους «πάντα».

«Στου δυνατού έρωτος άκουσμα, τρέμε και συγκινήσου» σε συμβουλεύει σοφά ο Καβάφης καθώς στον έρωτα οφείλεις να αισθανθείς έντονα, να μην υπολογίσεις τίποτα και κανέναν, να αφεθείς μέσα του και να παραδοθείς στα όσα σου προστάζει. Άφησέ τον ελεύθερο να σε συγκινήσει, να δράσει καταλυτικά μέσα σου, να σε αγγίξει όπως δε θα επέτρεπες σε κανέναν. Επίτρεψε του να σε διδάξει με μαεστρία πώς να ζεις πραγματικά, όχι απλώς να επιβιώνεις.

Σου μίλησα λοιπόν, για την τρίχα της αιωνιότητάς σου, την αγάπη του μεγαλείου σου και τη μοναξιά σου. Άφησε τον εαυτό σου τώρα να βρει λέξεις που εκφράζουν τα δικά σου συναισθήματα. Και όταν τις βρεις χρωμάτισέ τις, ζήσε και χάρισέ τις σε εκείνους που τις αξίζουν.

 

 

*τα αποφθέγματα με την σειρά που παρατέθηκαν είναι τα εξής:

Ν. Χριστιανόπουλος, Τα πάντα κρέμονται από μία κλωστή

Μ. Κούντερα, Η αβάσταχτη ελαφρότητα της ύπαρξης

Φ. Σ. Φιτζέραλντ, Τρυφερή να είναι η νύχτα

Γ. Ρίτσος, Σονάτα του Σεληνόφωτος

Ανρί Μπαρμπίς, Η κόλαση

Κ. Π. Καβάφης, Ερώτος άκουσμα

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου