Υποθετικό σενάριο υπ’ αριθμόν 1

Φανταστείτε ότι στέκεστε σε μία πεζογέφυρα που διασχίζει κάθετα τις γραμμές ενός τραίνου όπου βρίσκονται πέντε ανυποψίαστοι άνθρωποι, άγνωστοι σε εσάς, δεμένοι, κι εάν δεν ακινητοποιηθεί εγκαίρως το τρένο θα τους πατήσει. Δίπλα σας βρίσκεται ένας άνθρωπος που εάν πέσει κάτω θα σταματήσει το τρένο και θα σωθούν αυτοί οι άνθρωποι με τίμημα όμως τη δική του ζωή και φυσικά καλείστε να επιλέξετε ανάμεσα σε αυτά τα δύο. Ιδού η απορία: θα τον σπρώχνατε;

 

Υποθετικό σενάριο υπ’ αριθμόν 2

Ισχύει η ίδια κατάσταση με την προαναφερθείσα μόνο που τώρα υπάρχει ένας μοχλός που αλλάζει -εάν τον χρησιμοποιήσετε- τη ροή του τρένου και πατάει έναν άλλο άνθρωπο που είναι δεμένος επίσης στις ράγες, όμως σώζονται οι πέντε. Θα τραβούσατε τον μοχλό;

 

Υποθετικό σενάριο υπ’ αριθμόν 3 

Ο άλλος άνθρωπος αυτός είναι ένα συγγενικό σας πρόσωπο. Ποιόν θα επιλέγατε για να χάσει τη ζωή του;

 

Το δίλημμα του τρένου λοιπόν, όπως ονομάζεται, πρωτοεισήχθη ως φιλοσοφικό, δεοντολογικό, νομικό και ηθικό ζήτημα στην επιστημονική κοινότητα το 1967 από τη φιλόσοφο Philippa Foot, αναζητώντας την απάντηση σε ένα άλυτο μέχρι στιγμής ερώτημα. Σύμφωνα με τις έρευνες, οι ερωτηθέντες στη δεύτερη περίπτωση κατά τη συντριπτική τους πλειοψηφία (90%) θα τραβούσαν τον μοχλό, φέρνοντας στη θέση αυτή μονάχα έναν άνθρωπο. Αυτή η απάντηση προκύπτει τόσο από την αμιγώς μαθηματική σκοπιά που φυσικά πέντε ζωές είναι προτιμότερες από μία αλλά και εξαιτίας της απροσωπίας που υπάρχει, οπότε είναι σαν μία λογική σκέψη που έχει προέλθει από έναν εύλογο συλλογισμό. Στην τελευταία όμως συνθήκη φάνηκε πως τα άτομα άλλαξαν απόφαση απέναντι στην πιθανότητα του ενός συγγενή τους και μονάχα τι 1/3 επέλεξε να σώσει τους πέντε. Εσείς τι θα απαντούσατε;

Το ερώτημα αυτό θα μπορούσε να τεθεί για όλα εκείνα τα ζητήματα που δημιουργούνται αντιπαρατάξεις. Εάν για παράδειγμα υπήρχαν δύο άτομα που χρειάζονταν τη μεταμόσχευση κάποιου οργάνου και το ένα ήταν ένας άτεκνος άνθρωπος εκτός νόμου ενώ το άλλο γονιός χωρίς να ξέρουμε αν είναι εντός ή εκτός νόμου, τι θα επιλέγατε; Στην περίπτωση της ευθανασίας, ακόμα κι εάν ο άλλος άνθρωπος υπέφερε θα τον απαλλάσσατε από τον πόνο με καθοριστικό τρόπο ή όχι; Θα χρησιμοποιούσατε όπλο για να υπερασπιστείτε τον εαυτό σας, τους ανθρώπους σας, την πατρίδα σας ή όχι; Μπορείτε να συλλογιστείτε όλα αυτά τα διλήμματα που ταλανίζουν τους ανθρώπους και να τα τοποθετήσετε όλα στη φαντασιακή επιλογή του τρένου που απειλητικά πλησιάζει και οι ζωές ανθρώπων βρίσκονται στα χέρια σας.

Από νομική σκοπιά, ο φιλόσοφος Bentham υποστηρίζει πως εάν πρέπει να σώσεις τους πολλούς δεν είναι επιλήψιμο το να ρίξεις έναν για το κοινό όφελος και το σύνταγμα, γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, περιλαμβάνει μία περίπτωση άρσης του δικαίου σε κατάσταση ανάγκης, οπότε ισχύει η αποκαλούμενη ωφελιμιστική τάση. Στον αντίποδα επικρατεί η άποψη του Καντ με την απαγόρευση της αφαίρεσης μιας ζωής ως παραβίαση θεμελιώδους δικαιώματος, υποστηρίζοντας ότι ο σεβασμός πρέπει να είναι απόλυτος. Όμως, οι άνθρωποι λειτουργούν πάντοτε με το «πνεύμα και το γράμμα του νόμου»;

Το ζήτημα επεκτείνεται και στην ηθική του κάθε ατόμου όπου ανάλογα με την κουλτούρα που έχει γαλουχηθεί, τις αξίες που έχει λάβει από την οικογένεια και την κοινωνία στην οποία μεγάλωσε, την ηλικία του και ορισμένες φορές το φύλο του. Το να αφαιρέσεις μια ζωή λειτουργεί αξιοσημείωτα στον ανθρώπινο ψυχισμό καθώς δημιουργεί μία φυσική και ενστικτώδη αποστροφή ως προς το γεγονός που έρχεται σε αντίθεση με την ανάγκη του για ζωή αλλά την ίδια στιγμή του προκαλεί μία αίσθηση θεϊκής παντοδυναμίας, σαν να είναι εκείνος ο υπεύθυνος που θα αποφασίζει για τις ζωές των άλλων. Επακόλουθα, καταστρατηγείται και η ελευθερία του ατόμου καθώς πλέον η μοίρα του στηρίζεται σε έναν εξωγενή παράγοντα και εκείνος μένει αμέτοχος.

Οι άνθρωποι έχουν συνηθίσει με έναν πιο απρόσωπο τρόπο να επηρεάζουν καταλυτικά τις ζωές των άλλων σε ζητήματα που εκ πρώτης όψεως δεν τίθεται το ερώτημα ζωής και θανάτου· στον επαγγελματικό χώρο επικρατεί συχνά το δίλημμα της προτίμησης πρόσληψης ενός άνδρα έναντι μίας γυναίκας, καθώς υπάρχει το ενδεχόμενο μίας εγκυμοσύνης, στην έλλειψη εμπιστοσύνης ενός ατόμου με ποινικό μητρώο αλλά και σε άτομα μεγαλύτερης ηλικίας. Πώς σχετίζεται κάτι τόσο φαινομενικά απλό με τα καίρια ζητήματα της ζωής και του θανάτου;

Ο ανθρώπινος εγκέφαλος λειτουργεί βασισμένος στις εικόνες που έχουν δημιουργηθεί στο υποσυνείδητό του και δρα αναλόγως. Παρουσιάζεται πιο εύκολο να βοηθήσουμε έναν ηλικιωμένο άνθρωπο από ότι έναν μεσήλικα, να υποστηρίξουμε ένα παιδί από μία πλούσια οικογένεια έναντι από μία φτωχή, να κατηγορήσουμε έναν άνδρα από μια γυναίκα και όλα αυτά τα απλά και καθημερινά διαχέονται έπειτα και στις πιο «αυστηρές επιλογές’» που οφείλουμε να λάβουμε. Οπότε στο ισοζύγιο κάθε φορά προστίθενται και μία επιπλέον πληροφορία με αποτέλεσμα όσες περισσότερες έχουμε συγκεντρώσει τόσο πιο πολύ δυσκολευόμαστε να αποφασίσουμε, ο αλτρουισμός, η ανθρωπιά, η ηθική, τα βιώματα του κάθε ατόμου αποκαλύπτονται μέσα από τις πράξεις του.

Ο άνθρωπος λοιπόν είναι οι επιλογές του (;) δηλώνει ο Σαρτρ και στη θέση της τελείας θα τολμήσω να τοποθετήσω ένα ερωτηματικό ώστε να συλλογιστούμε εάν είμαστε οι σκέψεις μας, τα συναισθήματα που βιώσαμε μετά από τις πράξεις μας, η λογική μας, ένα συνονθύλευμα από όλα αυτά; Εάν υπήρχε η δυνατότητα να πέσουμε εμείς οι ίδιοι και να σωθούν όλοι οι υπόλοιποι θα το κάναμε άραγε;

Συντάκτης: Ελένη Τσεπελίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου