Πόσες ήταν οι φορές που έπιασες τον εαυτό σου να ασφυκτιά κάτω απ’ το βάρος των επαγγελματικών υποχρεώσεων; Πόσες, ακόμη, ήταν οι φορές που μετρούσες νευρικά τα δευτερόλεπτα έως ότου να μπορείς να φύγεις φορτισμένος απ’ τη δουλειά, με την εσωτερική σου φωνή να ουρλιάζει αδιάκριτα «Ε, δε μας παρατάτε κι εσείς!». Η μόνη παρηγορητική σκέψη για να αντέξεις τις βασανιστικές ώρες στο γραφείο (ή το μαγαζί, αντίστοιχα) ήταν πως λίαν συντόμως θα βρισκόσουν στο σπίτι σου και θα μπορούσες, επιτέλους, να ηρεμήσεις! Τι συμβαίνει, όμως, στις περιπτώσεις όπου το σπίτι σου γίνεται η φυλακή σου και το μυαλό σου ο δυνάστης σου; Όταν γίνεσαι όμηρος των σκέψεών σου;

Δεν είναι λίγα τα συμβάντα της καθημερινής ζωής τα οποία μας πιέζουν και που συχνά τους δίνουμε τη δύναμη να μπορούν να μας ρίχνουν ψυχολογικά. Δυστυχώς είναι και κάποιες καταστάσεις που προκύπτουν και δεν μπορούμε (ή δεν αισθανόμαστε ακόμα έτοιμοι) να τις αλλάξουμε. Σε περιόδους θλίψης (ή και κατάθλιψης, σε προχωρημένα επίπεδα) δίνεις μάχες (εσωτερικές και μη) προσπαθώντας να απασχολήσεις και να ξεγελάσεις τον ίδιο σου τον εαυτό. Όμως, κάποτε, αυτό είναι σχεδόν αδύνατο.

Προσπαθείς να δεις μια ταινία ή να διαβάσεις ένα βιβλίο, κι ασυναίσθητα πιάνεις τον εαυτό σου να ταυτίζεται με τους (πιο δραματικούς) χαρακτήρες, με αποτέλεσμα να βυθίζεσαι ξανά σε πελάγη απογοήτευσης. Συνειδητοποιώντας πως η μοναξιά δε βοηθάει την προσπάθειά σου να ξεφύγεις απ’ όσα σε πιέζουν και σε πνίγουν, δοκιμάζεις να συγκεντρωθείς σε μια συζήτηση ή κάποια ομαδική ασχολία. Όμως το μυαλό σου δε συνεργάζεται. Αρνείται και πάλι να ξεκολλήσει απ’ τα σενάρια που το βασανίζουν.

Όλο σκέφτεσαι πως κάθε σου προσπάθεια είναι ακόμα μια απελπισμένη απόπειρα, χωρίς νόημα ύπαρξης. Αυτή η σκέψη σε κάνει να λυπάσαι τον ίδιο σου τον εαυτό, χάνοντας έτσι την αυτοπεποίθησή σου. Νιώθεις σαν να ‘σαι ένα περιττό ον, που δεν έχει κάτι να προσφέρει. Και κάπου εκεί έρχεται η δουλειά. Μια αναγκαία εργασία, με όφελος και νόημα. Ένα μέρος όπου η δική σου δράση είναι απαραίτητη και χρήσιμη. Για φαντάσου, είσαι χρήσιμος! Ίσως, τελικά, να αδίκησες τον εαυτό σου. Ίσως να μην είναι τόσο ανεπαρκής όσο τον άφησες να πιστεύει. Έτσι, σιγά-σιγά, αυτό που παλαιότερα χαλούσε τη διάθεσή σου, έχει μετατραπεί στην απόδρασή σου και το ηρεμιστικό σου! Είναι λες και με το που περνάς την πόρτα της δουλειάς, αφήνεις πίσω σου την προσωπική σου ζωή, τα προβλήματα κι όλα όσα σε απασχολούν.

Όσο περισσότερη δουλειά υπάρχει, τόσο πιο απασχολημένο κρατάει τον νου σου. Έτσι –ασυναίσθητα ή μη– παρακαλάς να ‘ρθει κι άλλη δουλειά. Το απολαμβάνεις! Το τρέξιμο κι οι προθεσμίες σε κρατούν σε εγρήγορση. Το μυαλό σου επικεντρώνεται μόνο στην οργάνωση και σκέφτεσαι πώς θα βγάλεις τη δουλειά με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, ανεβάζοντας έτσι την αποδοτικότητά σου.

Εφόσον δεν μπορείς να βάλεις μια τάξη στη βαβούρα που επικρατεί στο κεφάλι σου, ας βάλεις στα ζητήματα αυτά που εκκρεμούν στο γραφείο σου! Κι αν το αφεντικό σου θαυμάζει το πάθος με το οποίο δρας, όλοι οι άλλοι θα νομίζουν πως έχεις σαλτάρει για τα καλά! Ίσως και να ‘χουν δίκιο, εν μέρει, αλλά τουλάχιστον εσύ βρήκες την ηρεμία σου!

Πόσο καθησυχαστικό είναι αυτό.

Όπως ακριβώς βάζεις σε σίγαση το κινητό σου τηλέφωνο και το κλείνεις μέσα σε ένα συρτάρι έως ότου να τελειώσεις τη δουλειά, τώρα κάνεις το ίδιο και με τα προβλήματά σου.  Τα φυλάς προσεκτικά σε ένα σκονισμένο συρταράκι του μυαλού σου. Το κλειδώνεις καλά, μην το ανοίξεις κατά λάθος, κι επικεντρώνεις την προσοχή σου σε κάτι άλλο. Γιατί, εν τέλει, και τα προβλήματα σαν τα κινητά είναι, μέσα μαζικού αποπροσανατολισμού, που, ας μην κρυβόμαστε, είναι αδύνατον να ζήσουμε χωρίς αυτά.

Συντάκτης: Κατερίνα Παλατέ
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη