Όλη μας τη ζωή αμφιταλαντευόμαστε ανάμεσα στο σωστό και το λάθος. Πράγμα πολύ λογικό αφού από παιδιά μεγαλώσαμε με τα «πρέπει» και τα «μη». Ωστόσο παρά τις πολλές προσπάθειες των ανθρώπων, ειδικά των κοινωνιολόγων και των φιλοσόφων, που για αιώνες προσπαθούν να ορίσουν το περιεχόμενο αυτών των εννοιών, το ερώτημα παραμένει. Τι  είναι και ποιος ορίζει το αν κάτι είναι ηθικά σωστό ή λάθος; Μα ενώ τα φιλοσοφικά ερωτήματα απαιτούν μελέτη και ορθολογισμό οι ψυχολογικές μας ορμές είναι αυθόρμητες και τις κουβαλάμε θέλοντας ή μη σε όλες τις πτυχές της ζωής μας.

Ίσως να μην μπορούμε να εξηγήσουμε το τι και το γιατί κάτι είναι σωστό ή όχι. Αλλά μεγαλώνοντας, επηρεασμένοι από τις κοινωνικές νόρμες, ενσωματώνουμε στις βάσεις δεδομένων μας κάποιες συμπεριφορές και τις βάζουμε στην αντίστοιχη κατηγορία. Για παράδειγμα, ξέρουμε πως «το να κλέβεις δεν είναι σωστό». Και μόνο στο άκουσμα λοιπόν, είτε πρόκειται για αντικείμενο πολύτιμο είτε για τσίχλα από το περίπτερο, κάποιος διακόπτης μέσα μας ανεβαίνει και επιτόπου η λέξη «λάθος» εμφανίζεται με μεγάλα και φωσφοριζέ γράμματα στην οθόνη του μυαλού μας. Ξέρουμε λοιπόν ότι πρόκειται για συμπεριφορά μη αποδεκτή και την αποφεύγουμε. Εδώ όμως τίθεται ένα καθοριστικό ερώτημα: Δε θέλουμε να κάνουμε αυτό που δεν πρέπει, επειδή δε θέλουμε ή επειδή δεν πρέπει;

Μπορεί να μην το αντιλαμβανόμαστε, αλλά καμιά φορά ο τρόπος που εκφραζόμαστε, ακόμη και η μικρότερη λεπτομέρεια, μια τόση δα λεξούλα, κρύβει από πίσω της τις πραγματικές μας επιθυμίες. Υπάρχουν φορές που λέμε «δε θέλω να κάνω αυτό που δεν πρέπει». Αυτό το δεύτερο «δεν» έρχεται και υποδηλώνει ουσιαστικά πως θέλουμε να κάνουμε την εν λόγω πράξη αλλά διστάζουμε επειδή μια γρήγορη ματιά στη βάση δεδομένων που λέγαμε, μας φωνάζει ότι είναι λάθος. Η σκέψη αυτή επηρεάζει την ψυχολογία μας γιατί μας κάνει να αισθανόμαστε ενοχές ή ίσως και φόβο. Φόβο μήπως μας ανακαλύψουν, μήπως μας επικρίνουν και δεχθούμε κοινωνικό αποκλεισμό, ή μήπως η συνείδησή μας δε μας το συγχωρήσει. Εξάλλου όπως μας απέδειξε και ο Πλάτωνας, μέσα από το «δαχτυλίδι του Γύγη», δεν είναι λίγοι εκείνοι που θα επέλεγαν την ανομία προς όφελός τους, αν ήταν βέβαιοι πως θα παρέμενε κρυφή η ταυτότητά τους. Έτσι και εμείς, σε πολλά «δεν πρέπει» στήνουμε γινάτι. Συμβαίνει βέβαια και το αντίθετο.

«Θέλω να κάνω αυτό που πρέπει». Και εδώ η συνείδηση, σαν δικαστής, θα κάνει πάλι την εξής ερώτηση: «Θέλεις επειδή το θεωρείς σωστό, ή επειδή νιώθεις την υποχρέωση;». Και πιστέψτε με, υπάρχει τεράστια διαφορά μεταξύ των δύο. Ας το σκεφτούμε με ένα παράδειγμα. Πραγματοποιείται μια φιλανθρωπική οργάνωση με σκοπό τη συλλογή χρημάτων για άπορα παιδιά. Πάντα υπάρχουν τα άτομα που προσφέρουν επειδή θέλουν, επειδή είναι ευαισθητοποιημένα και νιώθουν όμορφα για τη βοήθειά τους. Είναι εκείνοι που αφού κάνουν ό,τι μπορούν θα φύγουν με ένα μεγάλο χαμόγελο ικανοποίησης και αυτή θα είναι και όλη η «ανταμοιβή» που θα λάβουν. Υπάρχουν και άτομα όμως, που συνεισφέρουν επειδή «πρέπει», επειδή «έδωσαν όλοι», επειδή στην τελική οι πράξεις μας επηρεάζουν την εικόνα μας και η δική τους εικόνα θέλουν να είναι αψεγάδιαστη. Στο εν λόγω παράδειγμα, άτομα της πρώτης κατηγορίας θα έλεγαν «Θέλω να συνεισφέρω για να βοηθήσω» ενώ της δεύτερης «Θα δώσω κι εγώ αυτό που μου αναλογεί» υπονοώντας ουσιαστικά το «Δε θέλω να είμαι ο μόνος που δε θα προσφέρει». Με ένα πρώτο άκουσμα ίσως και οι δύο να χρησιμοποίησαν παρόμοιες λέξεις. Οι μικρές διαφοροποιήσεις όμως έκαναν μεγάλη διαφορά δε νομίζεις;

Οι κοινωνικές νόρμες που έχουν παγιωθεί μέσα μας περί του ηθικά σωστού και λάθους, λειτουργούν ως ένστικτα. Αυτό όμως δε σημαίνει πως είναι το ίδιο να πράττουμε το σωστό απλώς και μόνο λόγω της επιβλητικότητας αυτών των ενστίκτων, με το να τα αφήνουμε να λειτουργούν πάνω μας σαν πυξίδες θέλησης. Το πιο κοντινό στην αρετή, σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, θα ήταν η γενναιοδωρία να μη στοχεύει ούτε προς την ασωτία αλλά ούτε και ως προς το αντίθετο αυτής, τη φιλαργυρία. Όπως για όλα στη ζωή,  έτσι και σε αυτό οφείλουμε να πράττουμε με μέτρο. Και κάπως έτσι να καταφέρνουμε να ισοσταθμίζουμε τα  «θέλω» με τα «πρέπει» μας.

Συντάκτης: Κατερίνα Παλατέ
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη