«Τι κάνεις;»

«Πώς είσαι;»

«Tι σου συμβαίνει;»

Ερωτήσεις γιγαντιαίας σημασίας που έχουν καταντήσει ρουτίνας, σχεδόν ρητορικές. Ερωτήσεις που έχασαν το νόημά τους από τα ίδια τα χείλη που τις ξεστομίζουν. Και τι θα πεις; Όχι την αλήθεια σου. Την αλήθεια που με τόσο κόπο κρύβεις καθημερινά, στο λυπηρό σημείο που σου έγινε συνήθεια. Και θες τόσο να την πεις, μα ξέχασες τον τρόπο, τις λέξεις. Σαν να μούδιασε το στόμα σου ξαφνικά. Και ποια είναι η αλήθεια;

Υπάρχουν μέρες. Οι λεγόμενες «σκοτεινές». Είναι εκείνες που συχνά δε φαίνονται από το πρωί. Κάνουν την εμφάνισή τους, σε ανύποπτο χρόνο μέσα στην ημέρα κι ελέγχουν την κάθε σκέψη, την κάθε κίνηση. Είναι οι μέρες που δε θες να βγεις από το σπίτι, ούτε καν να σηκωθείς από το κρεβάτι. Είναι οι μέρες που ντρέπεσαι για ό,τι είσαι κι ό,τι παρουσιάζεις. Κι ακόμα περισσότερο, ντρέπεσαι που νιώθεις έτσι. Γι’ αυτό δε μιλάς, απλώς κρύβεσαι από τον κόσμο για όσο περισσότερο σου επιτρέψει. Κλείνεις τα παντζούρια και περιμένεις να περάσει αυτή η μέρα. Αυτή η κενή αναθεματισμένη μέρα που ήθελες τόσο να σηκώσεις το τηλέφωνο να τα πεις όλα, αλλά δεν είχες αριθμούς να πατήσεις. Πείθεις τον εαυτό σου ότι για ακόμη μια φορά, δεν είναι ανάγκη να ξέρουν. Δε θα πιστέψουν, δε θα καταλάβουν. Κι εσύ παραμένεις η καλύτερη κα η χειρότερή σου παρέα.

Σχεδόν παρανοϊκός κύκλος. Κοιτάς την αντανάκλασή σου κι η πρώτη αντίδραση είναι να σπάσεις τον καθρέφτη. Έτσι ξεκινάει. Μ’ αυτό το αίσθημα μίσους που γιγαντώνεις μέσα σου παρομοιάζοντάς το μ’ αυτό που ωθεί τον κόσμο να σκοτώσει. Κι είναι τρομακτικό το μέγεθος της εξουσίας που έχει πάνω σου. Ακυρώνει όλες τις υποχρεώσεις ή ακόμα και τις εξόδους σου για σένα. Αποφασίζει να σε αφήσει παράλυτο, εγκεφαλικά και σωματικά. Αποφασίζει να σε αρρωστήσει. Κι εσύ απλώς το δέχεσαι, γιατί μπροστά του, θυμίζεις μυρμήγκι. Σε πείθει ότι η μοναξιά είναι μονόδρομος για σένα, αφού τίποτα απ’ όσα κάνεις δεν είναι αρκετό για κανέναν. Σε σκοτώνει αργά κι εσύ το απολαμβάνεις σαν την τιμωρία που σου επέβαλε, ερήμην σου.

Και μετά σ’ αφήνει με ένα κενό. Ένα κυριολεκτικό μούδιασμα από την κορυφή έως τα νύχια. Αυτό το αίσθημα που τίποτα δε δείχνει να σε ικανοποιεί ούτε στο ελάχιστο, που όλα περνούν απαρατήρητα. Κι αυτό τιμωρία είναι, να ξέρεις. Δεν είναι αστείο, ούτε overdramatic. Είναι η αλήθεια που φοβάσαι και παράλληλα η πραγματικότητα που ζεις. Και δεν ξέρεις ποιον έχεις απογοητεύσει περισσότερο κάθε φορά που αποφασίζεις να εξαφανιστείς ξανά. Τους άλλους ή εσένα;

Κι έξω θα γελάσεις και θα γελάσεις με την ψυχή σου. Εκεί μπερδεύονται πολλοί. «Μα πώς; Αφού είναι λες και βρίσκεται σ’ ένα πάρτι μόνιμα». Ναι. Ένα πάρτι χωρίς κανέναν καλεσμένο. Ένα πάρτι που δε θέλεις ούτε εσύ να βρίσκομαι. Μια άμυνα που ανάγκασες τον εαυτό σου να συνηθίσει και δεν ξέρεις πώς να πάρεις πίσω. Το γέλιο, το χιούμορ είναι το ισχυρότερο τείχος που μπορείς να χτίσεις. Γελάς, μόνο από το άγχος να γίνεις αντιληπτός. Ελπίζεις ότι εφόσον ούτε εσύ δεν μπορείς πια να ξεχωρίσεις το πραγματικό από το προσποιητό, σιγά μην μπορέσουν εκείνοι. Κι αν ποτέ βρεθεί κάποιος που σε διαβάσει και δει πέρα απ’ αυτό, είναι το πιο περίεργο συναίσθημα. Μέσα σου η φωνή που καταπιέζεις ουρλιάζει από χαρά που βρήκε μια ευκαιρία να βγει στην επιφάνεια. Και θες πραγματικά να την αφήσεις. Κάτι μπαίνει μπροστά όμως και τη θάβει ξανά, πιο βαθιά αυτή τη φορά. Τρόμος; Ντροπή; Περηφάνια; Αυτός είναι ο ορισμός της συναισθηματικής παράλυσης.

Και ξανά. «Τι κάνεις;»

Αυτή τη φορά ρωτάς εσύ τον εαυτό σου. Ένα βράδυ που όλοι κοιμούνται κι εσύ τον κρατάς ξύπνιο, ίσα ίσα για να τον γνωρίσεις λίγο. Να κρατάς μια επαφή, έστω τυπική. Και περιμένεις την απάντησή του. «Τι κάνω. Με έχασα σε θάλασσες που δεν έχω καν ταξιδέψει, σε σοκάκια που δεν έχω ακόμη περπατήσει. Με έχασα στην υπεράνθρωπη προσπάθειά μου να με βρει κάποιος άλλος. Δεν ξέρω πότε θα με βρω, αν θα με βρω ή αν αξίζει να με βρω». Και σε τρόμαξε πόσο σε κάλυπτε αυτή η απάντηση. Τώρα τελείωσε. Τώρα μπορείς να σβήσεις τα φώτα.

 

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου