Απρόσμενα. Αυτή η λέξη είναι η ιδανική να περιγράψει τον έρωτα που σκάει επάνω σου. Απρόσμενα όσα συναισθήματα, σιγά-σιγά κολυμπούν προς την επιφάνεια. Συναισθήματα που είχες καιρό να βιώσεις, ή και συναισθήματα που δε γνώρισες ποτέ. Όλα μοιάζουν ξένα και γνώριμα την ίδια στιγμή. Δεν ξέρεις πώς ή πού σε βρήκε αλλά το έκανε και καταβάθος, ήλπιζες να το κάνει. Το μεγάλο ερώτημα όμως είναι: Πώς ξέρεις ότι ερωτεύτηκες;

Αυτό είναι αστείο. Δεν ξέρεις. Δεν ξημερώνει μια μέρα και σε βρίσκει ερωτευμένο. Αυτό είναι κάτι που καταλαβαίνεις πολύ αφότου σου συμβεί. Είναι μια δική σου δίκη, ερήμην σου. Εσένα απλώς σου έρχεται η ετυμηγορία όταν θυμηθεί ο κούριερ να στην αφήσει. «Ένα απλό γεια είπαμε, ούτε που θα με θυμάται», «μια φορά γνωριστήκαμε τυχαία μωρέ, δε νομίζω», «δεν πολυταιριάζουμε». Γνωστές φράσεις σωστά; Πόσες φορές τα έχεις πει και πόσες φορές βγήκες λάθος; Αυτό που λένε πως θα σε βρει εκεί που δεν τον ψάχνεις, δεν το θεωρώ καθόλου κλισέ. Είναι ένα γεγονός που όλοι αποφεύγουμε, γιατί πολύ απλά, μας τρομάζει. Μάς τρομάζει η ιδέα του να μην έχουμε κανέναν απολύτως έλεγχο σ’ ένα τόσο σημαντικό ζήτημα. Είναι ίσως το μόνο πράγμα που σε εξουσιάζει, αντί να συμβαίνει το αντίθετο. «Εγώ θα διαλέξω ποιον θα ερωτεύομαι.» Δεν υπάρχει μεγαλύτερη πλάνη.

 

 

Μπορώ να σου πω όμως πότε αρχίζεις να ερωτεύεσαι. Αυτό είναι πιο απλό, καθώς το πρώτο σύμπτωμα είναι κοινό για όλους. Χαμογελάς. Και ξέρεις πού; Σε μία οθόνη. Σε μια φωτογραφία, σ’ ένα απλό μήνυμα. Ξυπνάς κι η πρώτη κίνηση είναι ν’ ανοίξεις το κινητό για να διαβάσεις μια «καλημέρα». Κοιμάσαι με την ευχή να ονειρευτείς όσα ζεις ή θες να ζήσεις. Ένα πρόσωπο, ένα φιλί. Τα ίδια τραγούδια που άκουγες μέχρι χθες, μοιάζουν σαν ν’ άλλαξαν οι μελωδίες. Οι ρομαντικές ταινίες δεν είναι πια «ίου». Τα παραμύθια δεν είναι πια άπιαστα. Όλα βγάζουν ξαφνικά νόημα, λες και ζεις μια παράλληλη πραγματικότητα και βρίσκεις τον εαυτό σου να ταυτίζεται καλύτερα με την νέα αυτή πραγματικότητα. Εκεί την πάτησες.

Είναι μια απολαυστική διαδρομή να βλέπεις τον εαυτό σου να γίνεται πιο αγνός, πιο παιδικός. Σε εμπνέει να γίνεις. Σαν να ερωτεύεσαι πρώτη φορά. Παντού ψάχνεις μια φωνή, μια συγκεκριμένη μορφή, μια αγκαλιά που συμπληρώνει μόνο εσένα. Αρχίζει να σου λείπει ακόμα και λίγες ώρες αφότου πήρατε ξεχωριστά ταξί. Και όταν είστε μαζί, όλα έχουν διαφορετική γεύση. Το γέλιο σου πιο αληθινό από ποτέ, στα μάτια σου αντανακλά ήλιος και φεγγάρι σαν συναντιούνται με του ανθρώπου σου. Και εκεί, απέναντί σου, πλέον δεν βλέπεις καφέ, μπλε, πράσινο. Βλέπεις μέλλον, προσδοκία. Και το κρεβάτι. Το κρεβάτι έγινε έρωτας, έγινε ένωση. Σ’ αφήνει με μια ζεστασιά κι όχι με αμφιβολία. Και μετά κλείνετε τα μάτια και κοιμάστε με μπλεγμένα δάχτυλα. Δάχτυλα που μόλις κλείδωσαν.

Περίεργα τα νερά του έρωτα. Ανεξερεύνητα. Όπως κάθε θάλασσα, σε γαληνεύουν, σε μαγεύουν με την ομορφιά τους. Αλλά αν μπεις και δεν κολυμπήσεις, μπορούν να σε πνίξουν προτού προλάβεις καν ν’ αντιδράσεις. Τι θέλω να πω μ’ αυτό. Ερωτεύσου. Αφέσου. Κάνε λάθη. Ακόμα κι αυτά, πρέπει να τα κάνεις αν θες να συναντήσεις το απόλυτο και να το καταλάβεις. Όλα αξίζουν γι’ αυτό το υπέρτατο συναίσθημα. Κολύμπα. Σε παρακαλώ κολύμπα. Και θα με θυμηθείς. Μη φοβάσαι, χαμογέλα σ’ αυτή την οθόνη, σ’ αυτό το μήνυμα.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου