«Τα της δουλειάς…»

Είτε δουλεύεις πενθήμερο 9:00-17:00, είτε με σπαστό ωράριο είτε ακόμα και χωρίς ωράριο, κάθε μέρα όλη μέρα. Είτε έχεις σχέση, είτε όχι. Πάντα το φλερτ είναι αναζωογονητικό, αλλά και περίπλοκο παιχνίδι, πόσω μάλλον στον χώρο της δουλειάς. Ο έλεγχος χάνεται εύκολα και τα όρια παύουν τα υπάρχουν μέσα σε λίγες στιγμές, σε λίγες ματιές.

Δεν ξέρεις πώς ξεκινάει, ποιο ήταν το σημείο αναφοράς που εν τέλη, τα όρισε όλα. Δεν ξέρω καν πώς να περιγράψεις πώς νιώθεις. Βάρδια χωρίς έναν άνθρωπο συγκεκριμένο, είναι βάρδια κενή. Στέκεται απλώς εκεί στην πόρτα, δε χρειάζεται να βλέπεστε, μόνο να ξέρεις πως θα είναι εκεί. Άλλαξαν ήδη τα χρώματά σου. Χαμογελάς διαφορετικά πλέον. Τον έχεις στο μυαλό σου ως πολύ σπουδαίο, και είναι. Μιλάει και κρέμεσαι από τα χείλη του, πλημμυρισμένος από θαυμασμό. Είσαι περήφανος για τον άνθρωπο που είναι, αλλά ακόμα πιο πολύ, είσαι περήφανος για εσένα, που τον έχεις απέναντι.

Τόσο τυχαίος, σχεδόν μοιραίος ο τρόπος που γνωριστήκατε. Κινηματογραφικός. Λες κι ήταν γραφτό να γίνει, να σου μιλήσει και να σε επηρεάσει. Πού να φανταστείς! Κι έλεγες να μην ανοιχτείς πολύ- δεν είναι ο κατάλληλος χώρος. Αλλά όταν μιλάτε, οι λέξεις γλιστράνε από το στόμα, σαν θανατοποινίτες στη μοναδική τους ευκαιρία να δραπετεύσουν. Όσο περνάνε οι μέρες, ψάχνει ο ένας τον άλλον, όλο και περισσότερο, γεννώντας μια ανάγκη. Ανάγκη: πολύ μεγάλη κι υπερβολική λέξη.

Σου είναι, πια, ένα πρόσωπο τόσο οικείο. Μακάρι να ήξερε πόσο πιο φωτεινές κάνει τις πιο γκρίζες σου μέρες, να μπορούσες να το πεις. Ελεύθερα, χωρίς ενδοιασμούς. Ιδανικό; Όλο προσπαθείς να έχεις το πάνω χέρι κι όλο σου αποδεικνύει ότι, στην περίπτωσή του, έχει τον πλήρη έλεγχο. Το πάνω χέρι όμως σε σένα. Κι εσύ, πιάνεις τον εαυτό σου να παλεύει να δαμάσει τα συναισθήματά του που όλο γιγαντώνονται. Αισθήματα τόσο αγνά, σχεδόν παιδικά. Έχει φανερώσει την πιο τρυφερή πλευρά του εαυτού σου, που ούτε εσύ δεν ήξερες ότι κρύβεις.

Σε τέτοιες περιπτώσεις, καταδικασμένες, σίγουρα προσπαθείς να το κόψεις. Ξέρεις ότι μόνο κακό θα κάνει. Και σε σένα και στον άλλον. Στην καριέρα σου, στην ψυχολογία σου, αφού σε μεγάλο ποσοστό κυριαρχεί ένα πράγμα μετά τον ενθουσιασμό του νέου φλερτ: Το σκωτσέζικο ντους. Τη μια μέρα γυρνάς σπίτι μ’ ένα χαμόγελο μέχρι τ’ αυτιά και την άλλη με δάκρυα στα μάτια που θα σε συνοδεύουν όλη τη νύχτα. Γι’ αυτό που δεν καταλαβαίνεις. Και τότε, είναι που σταματάς πια να κρύβεις τα νεύρα και την αγανάκτηση. Τότε είναι που ξεκινάς να λες πως δε θ’ ασχοληθείς πια, και ψάχνεις αντικατάσταση. Τότε, είναι και που καταρρέει το σχέδιό σου. Γιατί κανείς δεν είναι αυτός ο άνθρωπος. Όλο συγκρίνεις κι όλο κερδίζει, ρε γαμώτο.

Γιατί σου το κάνει τόσο δύσκολο; Και το αστείο είναι ότι δεν κάνει τίποτα. Απλώς στέκεται στην πόρτα, με γυρισμένη την πλάτη. Τον ψάχνεις σε κάθε βάρδια, σε κάθε ρεπό, σε κάθε μέρα. Κι αν δε βρεις τη ματιά που τόσο αναζητάς; Ένα τραγούδι δίχως στίχους, μια μουσική δίχως ήχους, που τόσο θες να διαβάσεις και ν’ ακούσεις. Ένα άδειο δωμάτιο, η μοναχική βάρδια που δε θες καθόλου να τη δουλέψεις. Άτομα που δε χαιρετάς, αν δεν έχουν την όψη του. Μια όψη που δε χορταίνεις σ’ ένα οκτάωρο.

Κι είναι και τα άλλα. Ο ενθουσιασμός του πρώτου φιλιού, της πρώτης φοράς, που ποτέ δε θα γνωρίσετε. Η ανυπομονησία να πας στη δουλειά που μέχρι χθες μισούσες. Το σφίξιμο στο στήθος κάθε φορά που τα βλέμματά σας συναντιούνται. Οι πεταλούδες στο στομάχι που επιτέλους μπορείς να δικαιολογήσεις. Μια εξάρτηση με καθετί που τον θυμίζει. Αυτά που ποτέ δεν παραδέχτηκες, πράγματα που όλοι οι άλλοι ήξεραν. Η μόνιμη αμφιβολία για το τι νιώθει, ή μάλλον σε τι βαθμό. Γιατί για σένα είναι ένας άνθρωπος που θα μπορούσες να ερωτευτείς. Το μόνο φρόνιμο όμως, είναι να το αφήσεις προτού καν το πιάσεις.

Υγ: «Φεύγοντας από εδώ μέσα, χτυπώντας την κάρτα εξόδου και με το ενδεχόμενο να μη με ξαναδείς, θέλω να σου ξεκαθαρίσω ότι ήσουν ο άνθρωπος που έκανε τον χρόνο να περάσει αστραπιαία, αλλά κι ο άνθρωπος για τον οποίο ήθελα ο χρόνος να παγώσει. Σ’ αυτό το δωμάτιο, σε αυτή τη βάρδια, σ’ αυτά τα βλέμματα. Ακόμα και γι’ αυτό, σε ευχαριστώ. Με έκανες να νοσταλγήσω ένα μέλλον που ποτέ δε θα υπάρξει.»

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου