Ανθρώπινες σχέσεις. Θέμα περίεργο και για πολλούς ακανθώδες. Και δε θα μιλήσω για σχέσεις φιλικές, επαγγελματικές, κοινωνικές. Θα μιλήσω για σχέσεις ερωτικές, τη συντροφικότητα που όλοι αναζητούν και λίγοι, τυχεροί, βρίσκουν. Γι’ αυτούς που βρίσκουν το θαύμα τους. Υπάρχει όμως πάντα ένα τίμημα όταν βρίσκεις κάτι: Να το χάσεις. Και στην περίπτωση των σχέσεων αυτών, των μη καθημερινών, δεν το χάνεις από τη μία μέρα στην άλλη. Συνήθως το χάνεις σταδιακά και με προειδοποιήσεις. Σημάδια που εσύ τις περισσότερες φορές αγνοείς, όσο αυτά σου χτυπάνε τα καμπανάκια στην άκρη του δωματίου.

Μια σχέση δεν είναι μόνο πως νιώθεις εσύ για τον άνθρωπο που έχεις δίπλα σου. Είναι και πως νιώθεις εσύ για τον εαυτό σου δίπλα του. Και πιο πολύ, το δεύτερο. Πρέπει να σε εμπνέει να εξελίσσεσαι, να σε προσέχεις παραπάνω, να σ’ αγαπάς παραπάνω, να αποκτάς νέα όνειρα και φιλοδοξίες. Κάθε «μου» να γίνεται «μας» κι όλα τα σχέδια για το μέλλον να γίνονται για δύο. Όχι επειδή σε αναγκάζει, όχι επειδή πρέπει, αλλά επειδή το θες και σου βγαίνει φυσικά. Όταν έστω κι ένα από τα παραπάνω δεν υφίσταται ή παύει να υφίσταται, εκεί υπάρχει πρόβλημα. Κι όπως όλα τα προβλήματα, έχουν σημάδια.

Ένα από αυτά, αρκετά έντονο κι ευαίσθητο, είναι το φαγητό. Θα λέγαμε πως ο άνθρωπος αποκτά σχέση με το φαγητό από τις πρώτες κιόλας ώρες της γέννησής του κι ενώ στην αρχή είναι καθαρά θέμα επιβίωσης, σε βάθος χρόνου η σχέση αυτή γίνεται πιο προσωπική, αφού αποκτά γούστο στις γεύσεις και τις υφές του φαγητού. Πολλοί είναι κι αυτοί που πιο πολύ καταναλώνουν την τροφή για τη στιγμιαία απόλαυση που προσφέρει, παρά για να ικανοποιήσουν το αίσθημα της πείνας, που ενδεχομένως δε νιώθουν καν εκείνη τη στιγμή. Το φαγητό όμως, πέρα από απόλαυση, μπορεί να αποτελεί και καταφύγιο ή ακόμα και φυλακή στη σκέψη ενός ατόμου. Αποφυγή από τυχόν προβλήματα.

Οι περισσότεροι υποστηρίζουν πως σε μια ευτυχισμένη σχέση, τα παραπανίσια κιλάκια που ίσως πριν δεν υπήρχαν, είναι κάτι το δεδομένο και μάλιστα σημάδι υγιούς σχέσης. Πολλές φορές θα χρησιμοποιήσουν ακριβώς αυτό για να εκφράσουν την επιτυχημένη σχέση, οι αριθμοί που αυξάνονται στη ζυγαριά και δείχνουν την καλοπέραση, την ξεγνοιασιά και την άνεση. Δείγματα ευτυχίας κι ασφάλειας με το έτερον ήμισυ. Κουβαλάς το φαγητό και το ποτό από αναμνήσεις σας, άλλωστε. Τη νοστιμιά της σχέσης. Γιατί να μην τ’ αγαπάς αυτό;

Εδώ μπαίνει η άλλη όψη του φαγητού, η αρρωστημένη. Αυτή που σε θέλει εγκλωβισμένο σε μια κουζίνα ή σ’ ένα δωμάτιο, αλυσοδεμένο μ’ ένα κακής ποιότητας φαγητό. Εκεί που δεν τρως από πείνα ή απόλαυση, αλλά από λαιμαργία, από πνίξιμο. Σαν να θες να γεμίσεις ένα κενό μέσα σου, που δε γεμίζει με τίποτα. Να θες να τρέξεις από όσα σε δεσμεύουν και σε κρατούν πίσω, μα χωρίς να κάνεις βήμα μπροστά. Όπως κάθε πράγμα, έτσι κι αυτό, αν δεν έχει μέτρο είναι καταστροφικό, είτε ατομικά, είτε μαζικά. Είτε τρως πολύ είτε λίγο, δεν είναι καλό σημάδι για τη συναισθηματική σου κατάσταση.

Η κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων φαγητού εντός της σχέσης, δεν είναι πάντα σημάδι ευτυχίας. Και δεν αναφέρομαι στο να βγείτε να φάτε έξω, σε ένα ωραίο περιβάλλον, μ’ ένα καλό κρασί και θέα ακρόπολη κι ο ένας τον άλλον. Μιλάω για το σπίτι, όταν δεν κάνετε κάτι και παρ’ όλα αυτά, το μόνο που σας νοιάζει είναι το τι θα παραγγείλετε μετά. Όλη σας η σχέση πλέον είναι αριθμοί από θερμίδες. Μια συνήθεια της γνάθου να μασάει κοιτώντας τηλεόραση, σχεδόν ζαβλακωμένα. Παθητικά. Από συνήθεια. Εκεί είναι το πρόβλημα. Στη συνήθεια που γίνεται το φαγητό. Την άθλια ρουτίνα που καταδικάσατε ο ένας τον άλλον. Και σχεδόν κάθε φορά, δίχως να το καταλάβετε. Ξαφνικά, έγινε η κύρια κοινή σας ασχολία. Σαν το τρίτο πρόσωπο στη σχέση, εισέβαλε κι απειλεί κάθε ισορροπία. Και το αφήνεις. Από συνήθεια.

Το φαγητό σίγουρα αποτελεί μεγάλη πρόκληση για πολύ κόσμο παγκοσμίως. Και σε μια σχέση σίγουρα θα βγεις, θα φας, θα πιεις. Μην το αφήσεις όμως να πάρει τη σκυτάλη. Εκεί ξέρεις ότι πλέον η σχέση απέκτησε ημερομηνία λήξης. Υπάρχει μεγάλη διαφορά ανάμεσα στα κιλάκια της ξεγνοιασιάς και στα κιλά της μιζέριας. Ποια είναι; Τα δεύτερα δε χάνονται ποτέ κι αυτό γιατί, δεν είναι μόνο στο σώμα.

Συντάκτης: Βασιλική Νοταρά
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου