Στο 154 της Πατησίων έμενε λογής κόσμος κι υπόκοσμος. Καθωσπρέπει -τρομάρα τους- οικογενειάρχηδες, συνταξιούχοι, σπιτωμένες, σπουδαστές κι η Σμάρω.

Κουνίστρα η Σμάρω από τις λίγες. Κουνίστρα και πληθωρική. Κάθε που άνοιγε την πόρτα, μα στον ταχυδρόμο, μα στον υδραυλικό, μα στο μάρτυρα του Ιεχωβά, εκείνη με μια ρόμπα πετσετέ και το πόδι να κρέμεται απ’ έξω. Έσφιγγε τη βυζοχαράδρα και σε καλούσε μέσα για ένα μελιτζανάκι. 

Γενιές και γενιές θρέψανε τα μελιτζανάκια της Σμάρως, κοινωνικό έργο σου λέω εγώ. Κουτσοί, στραβοί, όλοι στον Άη Παντελεήμονα. Κι αν ο λαός λέει ότι το μουνί σέρνει καράβι, η Σμάρω ήταν η ζωντανή απόδειξη ότι το καυλί σέρνει υπερωκεάνιο.

Σμάρες πάντα υπήρχαν και ήτανε και πολλές. Ήτανε στους φούρνους της γειτονιάς, που μαζί με τη φραντζόλα σου δίνανε στα μουλωχτά και το τηλέφωνό τους σημειωμένο με κοκκινάδι και σε παρένθεση τις ώρες που θα μπορούσαν να μιλήσουν, όταν δηλαδή ο επίσημος θα κοιμόταν τον ύπνο του δικαίου.

Ήτανε στους κύκλους με τις χαμηλοβλεπούσες που φτύνανε τον κόρφο τους όταν βλέπανε άντρα με σώβρακο, αλλά που στις επιδείξεις τάπερ, κάνανε τον σταυρό τους, να σταυρώσουν κανένανε.

Ήτανε όπου έβλεπες και δεν έβλεπες, γιατί οι λυσσάρες μάνα μου είναι σαν τη Νέα Δημοκρατία. Μόνο για λίγο καιρό ξαποσταίνουν και ξανά προς τη δόξα τραβούν. Και θα ξαποστάσουν σε κάποιον Βαγγέλα για όσο τους βολεύει το στασίδι του, αλλά θα βάλουν στο μάτι και τον Άδωνι. Κι άπαξ και τον βάλουν στο μάτι, κάηκες. Θα κάνουν ό,τι μπορούν, να βολευτούν και στο στασίδι το δικό του.

Εγώ παραδοσιακιά δεν είμαι. Πρώτη και μονάχη μου, κόλλησα τον Αλέκο, τον πρώτο απ’ τα στεφάνια μου, κάποτε σε μια βελανιδιά και στούπωσα το στόμα μου στο δικό του. Και το ‘χα και καμάρι, γιατί άμα περίμενα από εκείνον ακόμα εκεί θα ήμουν αφίλητη και παραπονεμένη. Γιατί κάποιοι άντρες εκεί έξω το θέλουν το σπρωξίδι τους και δεν υπάρχει ούτε ένας, και σημείωσέ το αυτό που σου λέω, που δεν τρελαίνεται με μια γυναίκα που ξέρει πότε και πώς να διεκδικήσει αυτό που ποθεί. Μπλέντερ γίνονται τα μυαλά τους, ανατινάζονται.

Οι Σμάρες όμως, που εις τους αιώνας των αιώνων, κουβαλούν και περιφέρουν το μικρόβιο, δεν είναι σαν τη Σουσού και τη Λίτσα. (Ποιος να μου το ‘λεγε πού θα ‘ρχοταν η μέρα που θα συμφωνούσα με τη δήθεν συμβουλάτορα!)

Οι Σμάρες του σήμερα δεν κωλώνουν πουθενά και σε κανέναν. Την πέφτουν όπου βρουν κι όποιος κάτσει – και το κάνουν και άτσαλα πανάθεμά τις. Με απόγνωση, με απελπισία, με παρακάλι. Παρακαλετό μουνί, ξινό γαμήσι, αλλά ούτε που τις κόφτει, αρκεί να αράξουν στο στασίδι.

Μα σε παντρεμένους, μα σε χωρισμένους, μα σε ομοφυλόφιλους, μα σε φαντάρους, μα σε πολίτες, μα σε αφεντικά, μα σε υπαλλήλους, μα σε 50άρηδες, μα σε 20άρηδες, μα σε έξυπνους, μα σε ηλίθιους, όλα τα σφάζουν, όλα τα μαχαιρώνουν και το βασικότερο: Ταυτοχρόνως. Όχι μάνα μου, δεν είναι ερωτευμένες, γάτες σε οίστρο είναι.

Ήρθε και το facebook κι είδε κι απόειδε η κατάσταση. Τους «κάνε με αδδ είμαι πλοκ» κάναμε ανέκδοτο αλλά οι «τόσο ωραίος και μόνος;» είναι η χειρότερη φάρα. 

Δυο μέτρα παλίκαρος, ο ανιψιός της φίλης μου της Τούλας, εικοσιπέντε χρονών μανάρι. Ήρθε τις προάλλες απ’ το σπίτι που ‘χα φτιάξει παπουτσάκια. Κάτσε κάτω Λίτσα να σου δείξω μου είπε κι άρχισε να μου διαβάζει μηνύματα για να γελάσουμε.

Κι εκεί θυμήθηκα τον Αλεκούκο μου ξανά και τα σωστά του λόγια. «Όποιος ξέρει τι μετρά Λιτσάκι μου γλυκό, δεν απελπίζει και δεν απελπίζεται» κι ήπια ένα κρασάκι στην υγειά του.

Συντάκτης: Θεία Λίτσα