Ο χρόνος ποτέ δε σταματά να προχωρά. Κινείται μόνο ευθεία προσθέτοντάς μας παραπάνω κεριά στην τούρτα μας και πολλές εμπειρίες. Μεγαλώσαμε πια κι είμαστε ενήλικες, όχι μικρά παιδιά που κάνουν συνεχώς ζαβολιές και χτυπάνε τα πόδια τους, όταν δε γίνεται το δικό τους. Μας μεγάλωσαν και μας φρόντισαν οι πιο υπέροχοι άνθρωποι, οι γονείς μας ή –κι– οι παππούδες μας. Μα μεγάλωσαν κι αυτοί μαζί μας κι ας μην το καταλαβαίναμε στην πορεία, το συνειδητοποιήσαμε τώρα.

Κι αν οι γονείς μας (ευτυχώς) ακόμη κρατιούνται μια χαρά και μας κάνουν να αισθανόμαστε πως παγώνουμε το χρόνο, καταλάβαμε πως οι παππούδες μας μεγάλωσαν την πρώτη φορά που αρρώστησαν κι ήμασταν εμείς εκείνοι που τους πήραμε απ’ το χέρι για να τους πάμε στο γιατρό. Με αγωνία καθίσαμε δίπλα τους και τους δίναμε θάρρος ­–κι ας μην το είχαν εκείνοι αλλά μάλλον εμείς περισσότερο ανάγκη– όσο περιμέναμε να ‘ρθει η σειρά μας. Μέχρι ο γιατρός, επιτέλους, να μας επιβεβαιώσει πως δεν είναι κάτι ανησυχητικό και να μας πει πως μπορούμε να επιστρέψουμε σπίτι. Τεράστια η ανακούφιση αλλά και ταυτόχρονα καθόλου μικρός κι ο προβληματισμός μας.

Ήταν τότε που συνειδητοποιήσαμε πως οι παππούδες μας χρειάζονται πια περισσότερη προσοχή και μπόλικη απ’ τη φροντίδα μας, όπως μας καλομάθαιναν κι εκείνοι όταν ήμασταν παιδιά. Θα τους πάμε στο φαρμακείο να πάρουνε τα φάρμακά τους, θα τους πάμε στο σπίτι να ξεκουραστούν, θα τους φτιάξουμε κάτι να φάνε και θα καθίσουμε μαζί τους μέχρι να αποκοιμηθούν ή τουλάχιστον να βεβαιωθούμε πως είναι καλύτερα.

Κι ακόμα κι αν ευτυχώς ακόμη δε μας αρρώστησαν, καταλάβαμε πως μεγάλωσαν όταν άρχισαν να μας χρειάζονται για να πάνε οπουδήποτε ή να αποκτήσουν οτιδήποτε. Ίσως να μην μπορούν πλέον να οδηγούν, λόγω ηλικίας ή φυσικής κατάστασης, και γι’ αυτούς να είναι άθλος το να κατεβούν ως στην πλατεία για να πάρουν ένα ψωμί. Γινόμαστε, λοιπόν, εμείς οι οδηγοί τους για να τους πάμε όπου λαχταράει ή καρδιά τους ή αναλαμβάνουμε τα ψώνια τους, και μάλιστα με πολύ μεγάλη μας χαρά.

Κάπως το απολαμβάνουμε κιόλας. Γιατί ξαφνικά εμείς είμαστε οι ενήλικες που έχουν ένα αυτοκίνητο και την ικανότητα να μεταφέρουν τους ανθρώπους που αγαπούν και να τους βοηθούν. Κι όσο κι αν αυτό μας βγάζει κάποτε λιγάκι εκτός προγράμματος, θα κάνουμε τα πάντα για να τους ικανοποιήσουμε και δε θα τους αφήσουμε καν να σκεφτούν πως μας βάζουν να τρέχουμε άσκοπα για δικές τους δουλειές. Άλλωστε, θέλουμε και το κάνουμε.

Μήπως οι ρόλοι άρχισαν να αντιστρέφονται; Γινόμαστε τώρα εμείς εκείνοι που διαρκώς ανησυχούν, που θα τους καλέσουν το πρωί για να δουν αν ξύπνησαν καλά. Θέλουμε να ξέρουμε πώς σηκώθηκαν, αν έχουν κάποια ενόχληση, αν τους πονάει κάτι, αν είναι ευδιάθετοι, αν θέλουν παρέα κι αν χρειάζονται εμάς να τους πάμε κάπου ή να τους φέρουμε κάτι. Θα τους ρωτήσουμε αν θέλουν να έρθουν μαζί μας σε μια βόλτα, αλλά όσο και να επιμείνουμε το πιο πιθανόν είναι να αρνηθούν. Θα τους καλέσουμε στο σπίτι μας για να μην αισθάνονται μόνοι, αλλά ίσως στην πραγματικότητα να το κάνουμε περισσότερο για εμάς, έτσι ώστε να είμαστε σίγουροι για το πού βρίσκονται και το πώς είναι.

Οι παππούδες μας μεγαλώνουν όπως μεγαλώνουμε κι εμείς κι είναι τελικά ωραίο που οι ρόλοι αντιστρέφονται, ένας κύκλος αγάπης. Τώρα, οι μεγάλοι είμαστε εμείς κι οι παππούδες μας τα παιδιά. Συνειδητά και με χαρά αποδεχόμαστε αυτό το ρόλο -στις περισσότερες τουλάχιστον περιπτώσεις. Ίσως και να ισχύει, τελικά, αυτό που λένε πως μεγαλώνοντας ξαναμωραινόμαστε, γι’ αυτό κι οι παππούδες μας χρειάζονται πια παραπάνω προσοχή, αγάπη, συντροφιά και βοήθεια, σαν μωρά.

Όσο δύσκολο και να ‘ναι πολλές φορές λόγω δουλειάς, οικογένειας κι υποχρεώσεων, δεν πρέπει να ξεχνάμε να βλέπουμε τα «παιδιά» μας, τους παππούδες μας, που φρόντισαν να μεγαλώσουμε σωστά κι ήρθε πια μάλλον η σειρά μας να ανταποδώσουμε εμπράκτως το ενδιαφέρον.

Ακόμα και στην περίπτωση που ίσως οι παππούδες μας δεν μπορούν να ζουν μόνοι στο σπίτι ή πάσχουν από κάποια ασθένεια που είναι απαραίτητη η επιτήρησή τους συνεχώς από εξειδικευμένο ιατρικό και νοσηλευτικό προσωπικό, η στέγη για ηλικιωμένους δεν είναι πάντα κακή επιλογή.

Χρειάζεται προσοχή, όμως, κι όρια, γιατί γηροκομείο δε σημαίνει πως αφήνουμε κάπου τους ανθρώπους μας κι ύστερα τους ξεχνάμε επειδή δεν μπορούμε να τους φροντίζουμε. Αντιθέτως, επειδή θέλουμε να έχουν την καλύτερη φροντίδα που είναι δυνατόν να έχουν κι επειδή εμείς μπορεί να μην έχουμε την ευχέρεια χρόνου ή τις κατάλληλες γνώσεις για να τους βοηθήσουμε, επιλέγουμε αυτή τη λύση. Χωρίς να παραλείπουμε και πάλι το πρωινό τηλεφωνάκι μας και τις πολύ συχνές επισκέψεις. Όχι γιατί πρέπει, αλλά γιατί έτσι νιώθουμε.

Όπως και να ‘χει, θα χαιρόμαστε πάντα να τους κάνουμε τα χατίρια, θα δεχτούμε έτσι και τις γκρίνιες και τα καμώματα, και τις ανάγκες και τις ανησυχίες τους. Ήμασταν κι εμείς παιδιά κάποτε και γνωρίζουμε πόσο σημαντικό είναι να ξέρεις πως έχεις κάποιον να βασίζεσαι!

Συντάκτης: Μαριλένα Χατζημιλτή
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη