Το πένθος λένε, είναι αγάπη χωρίς προορισμό. Είναι αγάπη που ενώ υπάρχει, είναι εκεί, κάπως σαν να μην έχει που να πάει. Και αναρωτιέμαι, όταν κάποιος πενθεί γιατί δεν μπορούμε απλώς να τον αφήσουμε να πενθήσει, ν ’αγαπήσει;

«Υπάρχει ένα μέρος του εγκεφάλου που δε θέλει να π3θaνουμε, δε θέλει να πονέσουμε, θέλει να έχει τον έλεγχο και θέλει να είμαστε πάντα ασφαλείς. Τίποτα απ’ αυτά δε θα συμβεί στο απόλυτο καθώς και θα πονέσουμε σ’ αυτή τη ζωή και θα π3θaνουμε και δε θα έχουμε τον πλήρη έλεγχο και την πλήρη ασφάλειa» αναφέρει ο ψυχολόγος και ψυχοθεραπευτής Γ.Π., και σκέφτομαι πως, μπορεί να μη θέλουμε να πονέσουμε αλλά όταν έρθει αυτή η στιγμή κι έρθουμε αντιμέτωποι με την απώλεια κάποιου αγαπημένου μας προσώπου, κάπως θα βρούμε τον τρόπο να τα βγάλουμε πέρα, κάπως θα τα καταφέρουμε, ή έστω να βγάλουμε τη μέρα, κι αύριο, θα ξαναπροσπαθήσουμε για την επόμενη.

Κι όσο εμείς παλεύουμε μέσα σ’ όλον αυτόν τον πόνο, υπάρχουν κάποιες φράσεις που μόνο βοηθητικές δεν είναι. Μπορεί να λέγονται για καλό έχοντας καλή πρόθεση, όμως το μόνο που καταφέρνουν είναι να μάς πληγώσουν ή να μάς εκνευρίσουν.

«Μου φαίνεσαι καλύτερα σήμερα»

Τη μια μέρα μπορεί να κλαις ασταμάτητα και την άλλη να μην έχεις κλάψει καθόλου. Μπορεί κιόλας ενώ δείχνεις καλά,  μέσα σου τα πάντα να ουρλιάζουν ψάχνοντας για τη στιγμή που θα ξεσπάσεις. Πολλές φορές κιόλας είναι λες και στ’ άκουσμα του, δείχνεις καλύτερα σε πιάνουν οι τύψεις σου, κάπως σαν να νιώθεις άσχημα.

«Πάμε για καφέ ή π0τ0;»

Η οικογένεια κι οι φίλοι μας είναι απ’ τα σημαντικότερα άτομα στη ζωή μας. Είναι προφανές πως θέλουν μόνο το καλό μας και πως βλέποντας μας να πονάμε, πονάνε κι αυτοί. Στην προσπάθεια τους όμως να μάς κάνουν να νιώσουμε καλύτερα στην ουσία μάς πιέζουν.  Ο κάθε άνθρωπος αντιμετωπίζει αλλιώς διάφορες καταστάσεις στη ζωή του και σίγουρα το μόνο που θέλουμε να καταλάβουν οι γύρω μας είναι πως, εάν αυτό που χρειαζόμαστε είναι να μείνουμε σπίτι δέκα μέρες με τις πιτζάμες ακούγοντας μουσική και κλαίγοντας, τότε αυτό θα κάνουμε. Εάν πάλι, αυτό που μας βοηθά είναι να βγαίνουμε έτσι ώστε να ξεχαστούμε, τότε πάλι, αυτό και θα κάνουμε.

«Σε νιώθω, έχασα κι εγώ έναν δικό μου άνθρωπο»

Όποιος το πει, το μόνο που θέλει να δείξει είναι συμπόνια και μάλλον είναι ένας τρόπος που στους περισσότερους δεν ταιριάζει. Δεν αναιρεί κανείς πως το άτομο που το λέει δεν έχει νιώσει τον πόνο, τη θλίψη και την απώλεια, αλλά ακριβώς επειδή έχει νιώσει τον πόνο του, τη θλίψη του, την απώλειά του, δε γνωρίζει σε καμία περίπτωση και τον πόνο του άλλου. Είτε γιατί ο άλλος είχε διαφορετική σχέση με το πρόσωπο που έχασε είτε, πολύ απλά, επειδή ο καθένας από εμάς βιώνει το καθετί στον δικό του χρόνο, στη δική του ένταση.

«Προσπάθησε να μην κλάψεις»

Όσο προσπαθείς να ξεφύγεις από ένα συναίσθημα τόσο και πιο μέσα μπαίνεις θα έλεγα. Γιατί έχουμε βάλει απαγορευτικό στα όχι και τόσο ευχάριστα συναισθήματα; Όλα δικά μας είναι. Θα μάς έλεγε κανείς ποτέ να προσπαθήσουμε να μη χαρούμε και πολύ; Μάλλον, όχι. Γιατί να μη νιώσουμε αυτά που νιώθουμε; Γιατί να τα πνίξουμε; Όπως κάποιες φορές ξεχειλίζει το δωμάτιο από γέλια έτσι όταν το χρειαζόμαστε θα ξεχειλίζει κι από δάκρυα. Ο ουρανός χρειάζεται και τον ήλιο αλλά και τη βροχή.

«Θα μπορούσες να το περνάς χειρότερα και να ήταν πιο άσχημα τα πράγματα»

Ας το πούμε ακόμη μια φορά. Ο καθένας ορίζει μόνο για τον εαυτό του τι είναι το χειρότερο. Θα μπορούσαμε να το περνάμε χειρότερα ναι. Το περνάμε όμως με τον δικό μας τρόπο και όπως μόνο εμείς ξέρουμε. Για κάποιον μπορεί να μην έχει καν χειρότερα κι έκτος απ’ αυτό είναι λες και μ’ αυτόν τον τρόπο ο άλλος αναιρεί τον πόνο του άλλου. Σαν να τον καθησυχάζει πως αφού θα μπορούσες να το περνάς χειρότερα, δεν είναι τίποτα αυτό που νιώθεις.

«Ο χρόνος γιατρεύει»

Ναι, ο χρόνος σίγουρα γιατρεύει μια πληγή στο πόδι αλλά όχι στην καρδιά. Ασταμάτητα ακούμε να λένε πως σε λίγο καιρό τα πράγματα θα είναι καλύτερα και πως όσο περνάει ο καιρός δε θα πονάει τόσο και θα είναι ευκολότερο. Δεν είναι έτσι τα πράγματα όμως. Και στα γενέθλια μας θα θέλαμε ν’ ακούσουμε έστω και για λίγο τη φωνή τους κι όταν πετύχουμε κατά λάθος κάποια φωτογραφία θα πλαντάξουμε στο κλάμα, κι όταν δούμε το αγαπημένο τους φαγητό θα τους θυμηθούμε και κάθε φορά που φτιάχνουμε το αγαπημένο τους γλυκό θα κλαίμε. Πάντα θα πονάει, θα μάθουμε όμως πώς να ζούμε μ’ αυτό.

Είχα διαβάσει κιόλας κάποτε κάτι πολύ όμορφο στο βιβλίο της Ρούλας Κοντέα, «Όλγα σε ψάχνω», πως,  θaνaτος δεν είναι αυτός που φεύγει αλλά αυτός που μένει πίσω και τον αγαπάει ακόμη πολύ. Και θα πρόσθετα λέγοντας πως επειδή αυτός που έχει μείνει πίσω τον αγαπάει ακόμη πολύ, ας τον αφήσουμε να το κάνει, για όσο το θέλει, για όσο το έχει ανάγκη.

Συντάκτης: Όλγα Οσιπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ανδρέας Πετρόπουλος