Η ολοκλήρωση ενός κύκλου ψυχοθεραπείας δε σηματοδοτεί απλώς το τέλος εβδομαδιαίων συνεδριών αλλά κιόλας, το κλείσιμο ενός ταξιδιού που σου έμαθε να συνεχίζεις να κολυμπάς και να κολυμπάς και να κολυμπάς όσα εμπόδια κι αν βρεθούν μπροστά σου.

Φεύγοντας για τελευταία φορά λοιπόν από εκείνο το γραφείο του ψυχοθεραπευτή σου – εκείνο με την πολύχρωμη πολυθρόνα, τον σκουρόχρωμο καναπέ, τη βιβλιοθήκη γεμάτη από βιβλία και κάποια όμορφα κάδρα – δεν μπορείς παρά να κοντοσταθείς για λίγο και να φέρεις στο μυαλό σου την πρώτη φορά που μπήκες σε αυτό. Θυμάσαι να νιώθεις φόβο, άγχος, σύγχυση, αβεβαιότητα και ταυτόχρονα ανυπομονησία και ελπίδα. Θυμάσαι να μην έχεις ιδέα για το τι θα αντικρίσεις μόλις ανοίξει η πόρτα και κυρίως να μην έχεις ιδέα για το τι θα γίνει όταν αυτή κλείσει.

Έπειτα, περνούν απ’ το μυαλό σου διάφορες στιγμές μέσα σε αυτό το – αγαπημένο σου πλέον –  γραφειάκι που μεταξύ μας, κάθε φορά που κάτι δεν πήγαινε καλά έκλεινες τα μάτια και φανταζόσουν πως είσαι εκεί μέσα. Σου έρχεται στο μυαλό η μέρα εκείνη που έκλαιγες επί 45 λεπτά χωρίς να βγάλεις μιλιά, η μέρα εκείνη που είχες τόσα να πεις απ’ τη χαρά σου που δε σου έφταναν τα 45 λεπτά και η μέρα εκείνη που κατάφερες να εμφανιστείς όσο κι αν ήθελες να κρυφτείς από τον κόσμο όλο.

Σκέφτεσαι πως ποτέ δεν ήσουν μόνος σε αυτό αλλά είχες κάποιον να είναι πάντα εκεί και να πιστεύει σε εσένα. Κάποιον να σε κάνει να βρίσκεις το φως ακόμη και στις πιο σκοτεινές μέρες. Κάποιον που η φωνή όχι μόνο σε άκουγε αλλά σε καταλάβαινε κιόλας. Κάποιον που σου «δάνεισε» τον τρόπο σκέψης του. Κάποιον που σε στήριζε και σου ψιθύριζε πως συνεχίζουμε να κολυμπάμε. Κάποιον που ξεχείλιζε από ενσυναίσθηση και συμπόνια.

Στρέφεις τη σκέψη σου λίγο σε εσένα. Έχω καταφέρει όντως τόσα πολλά; Έχω μάθει να βλέπω κατάματα όλα όσα με φοβίζουν; Έχω μάθει πως είναι εντάξει και να κλαίω και να θυμώνω και να χαίρομαι και να απογοητεύομαι; Έμαθα άραγε να αντιμετωπίζω τον εαυτό μου με συμπόνοια; Έμαθα να είμαι απλώς εγώ;  Κάπου εκεί σαν να φέρνεις στο μυαλό σου τον ψυχοθεραπευτή σου και σαν να ακούς να σου ψιθυρίζει ένα απλό, ήρεμο, ναι.

Και σκέφτεσαι πάλι πως αυτά δεν είναι ούτε τα μισά από όσα έχεις μάθει. Και σκέφτεσαι πως ακόμη έχεις να μάθεις πολλά και πλέον είσαι εντάξει με αυτό. Και σκέφτεσαι πόσο πιο διαφορετικά αντιμετωπίζεις καταστάσεις που παλαιότερα θα τα έχανες μπροστά σε αυτές. Και σκέφτεσαι και συνειδητοποιείς πόσο πολύ έχεις αλλάξει. Συγκρίνεις τον άνθρωπο που άνοιξε την πόρτα την πρώτη φορά με τον άνθρωπο που την έκλεισε για μια τελευταία.

Άλλη μια τελευταία σκέψη τρυπώνει στο μυαλό σου. Σκέφτεσαι πως δεν έχεις να αποχαιρετήσεις μόνο έναν άνθρωπο αλλά δυο. Κάπως σαν να σε συγκινεί κιόλας όλο αυτό. Ήταν στ’ αλήθεια κάτι μεγάλο. Ήσουν εσύ κι ο ψυχοθεραπευτής σου μέσα σε εκείνο το φωτεινό γραφείο και παλεύατε, άλλοτε μαζί κι άλλοτε ο ψυχοθεραπευτής σου μόνος του – ακόμη και τότε όμως πιστεύοντας σε εσένα.

Ίσως τελικά και να μην αποχαιρετάς πραγματικά, κανέναν από τους δύο, αφού πάντα θα τους κουβαλάς μέσα σου – είναι και αυτό ένα κομμάτι σου. Κι εκείνη η ελπίδα που τότε ένιωσες, ήρθε και σε βρήκε. Και ο ψυχοθεραπευτής σου πάντα εκεί, να σου ψιθυρίζει «Μπορείς να σταματήσεις να κολυμπάς. Φτάσαμε. »

Συντάκτης: Όλγα Οσιπίδου
Επιμέλεια κειμένου: Αγγελική Θεοχαρίδη