Άνω τελεία· να σύμβολο φαινομενικά ασήμαντο που λίγοι χρησιμοποιούν πλέον στον γραπτό λόγο μα κρύβεται πίσω απ’ όλες τις παύσεις του προφορικού. Είναι εκείνα τα σημεία που δεν έχουν ανάγκη την τελεία, μονάχα μια μικρή ανάσα πριν τη συνέχεια. Κάπως έτσι θέλω να καταχωρώ στο κεφάλι μου κι εκείνους τους αποχωρισμούς, αποχαιρετισμούς ή ό, τι άλλο μοιάζει σαν τέλος. Απαραίτητη η τελεία που και που, δε λέω, αλλά πιο εύπεπτη μου πέφτει η άνω, η παύση, η προσωρινή διακοπή. Πόσο σημαντικό ρόλο παίζουν αυτές οι μικρές ανάσες ανάμεσα σε μακροσκελείς προτάσεις ή σχέσεις.

Αμέτρητες φορές θυμάμαι από τον εαυτό μου να παγιδεύομαι μέσα σε σχέσεις φιλικές ή ερωτικές οι οποίες είχαν παρέλθει σε τέλμα, μα θες λίγο οι συναισθηματισμοί, λίγο η συνήθεια, αρνείσαι να τερματίσεις μια κατάσταση. Θεωρείς το τέλος κάτι βαρύ, κάτι κακό κι ας είναι καμιά φορά μονόδρομος. Με την πάροδο του χρόνο έφτιαξα ένα όμορφο συννεφάκι το οποίο αρνούμαι να αποχωριστώ πια. Ανέπτυξα την πεποίθηση πως τίποτα δεν τελειώνει. Μόνο οι βιολογικές απώλειες που βιώνουμε,  που κι αυτές κρατιούνται ζωντανές μέσα μας, γύρω μας. Τίποτα άλλο δεν είναι τέλος. Ακούγεται κάπως ουτοπικό μα θα προτιμούσα να το χαρακτηρίσω απελευθερωτικό ή λυτρωτικό.

Παίρνεις πιο εύκολα την απόφαση να τοποθετήσεις ένα κόμμα ή μια άνω τελεία παρά εκείνο το βαρύγδουπο «τελεία και παύλα». Άνθρωποι πηγαινοέρχονται στη ζωή μας καθημερινά όπως κάνουμε εμείς στων άλλων οπότε αρνούμαι να κατανοήσω τον όρο τέλος σαν κάτι κακό. Κάθε τέλος, λένε, συνοδεύεται από μια νέα αρχή. Πόσο αναγκαία μου φαίνονται εκείνα τα μουσικά κουμπάκια με την αναπαραγωγή, την παύση ή το γρήγορο προχώρημα. Σαν να μην έχω την ανάγκη να βιώσω κάποια κομμάτια ή να θέλω να τα ζω ξανά και ξανά. Στο πλαίσιο αυτής της λογικής δεν τελειώνει τίποτα για μένα, μπαίνουν όλα σε ένα κουτάκι παγωμένα στο χωροχρόνο δίχως συναισθηματισμούς και κουνήματα μαντηλιών.

Αεροδρόμιο, γεμάτο από κόσμο μα εσύ βλέπεις μονάχα δύο μάτια, σαν σκηνή από ταινία μα πέρα για πέρα αληθινή. Στέκεσαι με το ζόρι όρθιος περιμένοντας να αποχαιρετήσεις εκείνον που αγαπάς όσο τίποτα ενώ έχεις εκείνο το διαβολάκι στον αριστερό σου ώμο να κάνει πάρτι παλεύοντας να σε πείσει πως δεν είναι αναγκαίο κακό μα εγκατάλειψη· το διώχνεις κι αυτό επιμένει μέχρι που καταφέρνει να σε παρασύρει σε σκέψεις που ίσως να μην έκανες ποτέ. Η φαντασία σου καλπάζει με αποτέλεσμα να τα βάλεις με τον άλλον, με τον κόσμο όλο αλλά κυρίως με τον ίδιο σου τον εαυτό.

Εμπιστοσύνη και κουραφέξαλα, όλοι έχουμε δεύτερες σκέψεις, φόβο μη χάσουμε αυτό που έχουμε- που για να φοβόμαστε σημαίνει πως δεν μπορούμε, έστω και στιγμιαία, να οραματιστούμε το αύριο με την απουσία εκείνου του ατόμου. Κάποιος μένει πίσω να τον βασανίζει καθημερινά εκείνο το μικρό κόκκινο τερατάκι με τις πιο σκούρες σκέψεις που μπορεί να κάνει. Δε θα μπω σε λεπτομέρειες για να μην πλατειάσω όμως σκέψου πόσο βατό θα ήταν να πατάς ένα κουμπί παύσης, να παγώνουν τα συναισθήματα και οι αναμνήσεις μέχρις ότου ξανανταμώσετε.

Απίθανο, σενάριο επιστημονικής φαντασίας μα πίστεψέ με πονάει λιγότερο από ένα τέλος που μόνο τέλος δε θα είναι. Οι περισσότεροι έχουμε υποπέσει σε πισωγυρίσματα, σε ξαναζεσταμένες καταστάσεις κι αυτό γιατί εκείνο το οριστικό τέλος που παλεύαμε να δώσουμε δεν καταφέραμε ποτέ να το μεταβολίσουμε. Πέφτει πιο εύπεπτη μια παύση, μια απόφαση λιγότερο οριστική ή καθοριστική. Αναζητάμε συνεχώς ξεκάθαρες καταστάσεις που δεν καταφέρνουμε να αντιμετωπίσουμε οπότε ας χρυσώσουμε το χάπι στον εαυτό μας γιατί δε θα το κάνει κανείς άλλος για μας.

Αποψούλα. Ακολουθεί συμβουλή που κι εγώ ακόμη παλεύω να φέρω στα μέτρα μου.  Άρπαξε την κάθε στιγμή και την κάθε ευκαιρία και ζησ’ τη μέχρι τέλους. Αν πληγωθείς, θα έχεις ένα σωρό αναμνήσεις να σκαλίζεις τα μοναχικά σου βράδια. Μην μπλέκεσαι κόμπος με ανθρώπους γιατί θα παλεύεις να βρεις την άκρη του νήματος και θα είναι αργά. Να θυμάσαι να σταματάς για εκείνες τις μικρές ανάσες που είναι άκρως απαραίτητες και να πίνεις κι ένα ποτηράκι στην υγεία των αναμνήσεων κι εκείνων που τις χτίσατε παρέα. Σε εκείνους κι σε εσένα οφείλεται ό, τι είσαι σήμερα.

 

Συντάκτης: Μέρσα Τσακίρη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου