Όσο ήμουν πιο μικρή, άκουγα σε μεγάλα οικογενειακά τραπέζια να συζητάνε για διάφορα θέματα για τα οποία είτε δεν είχα αναπτύξει άποψη ακόμη, είτε δε γνώριζα καν περί τίνος πρόκειται. Ένα θέμα λοιπόν που αναφέρονταν συχνά-πυκνά όσο εγώ έτρωγα το φαγητό μου κι οι μεγάλοι κουβέντιαζαν, ήταν τα ρουσφέτια. Και σαν μικρό παιδί μπορεί να μην καταλάβαινα και πολλά αλλά πίστευα σίγουρα σ’ έναν καλύτερο κόσμο, αφού νόμιζα ότι προσωπικά δε θα υπέκυπτα ποτέ στη χρήση ενός τέτοιου μέσου.

Δε θα το κρύψω λοιπόν, πιο παλιά έτυχε να «κατηγορήσω» ανθρώπους που χρησιμοποιούσαν τέτοιου είδους μεθόδους για να πετύχουν αυτό που θέλουν, για να κατακτήσουν εκείνη τη θέση που πάντα επιθυμούσαν ή για να διευκολυνθούν σε μια δημόσια υπηρεσία. Όλα αυτά, κι άλλα πολλά τα οποία θα μπορούσα να καταμετράω για ώρες, κάποτε με πλήγωναν και μου προκαλούσαν αποστροφή, ενώ τώρα δεν αρνούμαι πως θα κατέφευγα εκεί κι η ίδια -όσο άσχημο κι αν ακούγεται αυτό. Γιατί ζούμε σε μια χώρα που όταν ξέρεις ποιόν πρέπει να καλέσεις για να ευνοηθείς, θα το κάνεις, δίχως τύψεις μάλιστα, όσο λάθος κι αν το θεωρείς. Το ίδιο λοιπόν έχω συνειδητοποιήσει πως θα έκανα κι εγώ.

Γιατί έχοντας μεγαλώσει σε μια χώρα κι έχοντας γαλουχηθεί με τον συγκεκριμένο τρόπο σκέψης, δεν καταλαβαίνω πραγματικά γιατί κάποιοι απορούν, που γενιές και γενιές θεωρούν το ρουσφέτι φυσιολογικό και που εγώ έστω και με μια μικρή ντροπή παραδέχομαι ότι θα το χρησιμοποιούσα; «Αν έχεις δικό σου άνθρωπο από μέσα και μπορεί να σε κανονίσει, μην το σκεφτείς, χρησιμοποίησε το. Αλλιώς δε θα γίνει η δουλειά σου», μ’ αυτήν τη φράση μεγάλωσα στα αυτιά μου κι έπειτα καλέστηκα να πάρω μια διαφορετική απόφαση -κι όχι μόνο εγώ, αλλά χιλιάδες άλλοι άνθρωποι.

Όταν λοιπόν, η κοινωνία ενθαρρύνει κι επικροτεί τέτοιες συμπεριφορές, είναι λογικό πως η κατάσταση αυτή με τα ρουσφέτια δε θα σταματήσει ποτέ. Ο Έλληνας έτσι κι αλλιώς έχει μάθει πλέον κι είναι θέμα νοοτροπίας για εκείνον. Είναι μια κατάσταση, που όσο κι αν δεν είναι αρεστή σε μια μεγάλη μερίδα της κοινωνίας, είναι η αγαπημένη συνήθεια της άλλης μισής! Όπως είπα λοιπόν, πλέον ούτε θα ντραπώ ούτε θα κάνω πίσω αν χρειαστεί να ζητήσω ποτέ ρουσφέτι ή να δώσω φακελάκι για να εξυπηρετηθώ πρώτη. Θα το κάνω, και όχι μόνο γιατί έχω μεγαλώσει έτσι, κι αν μη τι άλλο έχει καρφωθεί στο μυαλό, πως αλλιώς δουλειά δε γίνεται, αλλά κι επειδή ξέρω τι αξίζω! Και γνωρίζω ακόμα, πως στην Ελλάδα με την αξία μου δε θα πάω πουθενά, με φακελάκι όμως και ρουσφέτι, θα προχωρήσω και μάλιστα γρήγορα.

Δικαιολογίες είναι όμως όλα αυτά και πολύ καλά το γνωρίζω, πριν πέσετε όμως να με φάτε, σκεφτείτε. Μπορεί να σπεύδω να δικαιολογηθώ ή να αποποιηθώ των ενοχών που νιώθω, χρησιμοποιώντας ως δικαιολογία ότι μου αξίζει κάτι καλύτερο, όμως, για μια στιγμή αν μπορείτε, μπείτε στη δικιά μου θέση. Πώς ακριβώς, πρέπει να νιώθω που ζω σε μια χώρα που δε με αντιμετωπίζει στα ίσα με όλους τους άλλους; Πώς πρέπει να νιώθω που την ίδια ώρα που εγώ παλεύω να πάρω το πτυχίο μου, το μεταπτυχιακό μου, κ.λπ., οι θέσεις καλύπτονται από ανειδίκευτους εργάτες -γιατί οι ίδιοι δέχονται να φακελώσουν όποιον κι όσο χρειαστεί για να τακτοποιηθούν; Και προς θεού, δεν τα έχω με τον κόσμο. Με την ίδια μου τη χώρα τα έχω, αλλά κι αυτούς που την κυβερνούν, και παίζουν χρόνια τώρα το ίδιο ανήθικο παιχνίδι.

Τα έχω με τη χώρα μου, που όχι μόνο δε μου δίνει τις ευκαιρίες που αξίζω, αλλά μου «κλέβει» και αυτές που μου αναλογούν ως «παιδί» της, για να «βολέψουν» τον γιο του τάδε, την κόρη του αλλουνού, ή αυτού που τα έσκασε διπλά και τριπλά. Στο κάτω-κάτω οι ουρές στις δημόσιες υπηρεσίες, αλλά και σε οποιεσδήποτε άλλες υπηρεσίες, δε θα ήταν τόσο μεγάλες αν όλοι έκαναν σωστά τη δουλειά τους. Η γραφειοκρατία δε θα ήταν ίδια αν το σύστημα άλλαζε. Και ναι, δεν είναι όλοι οι ίδιοι φυσικά, υπάρχουν κι αυτοί που εργάζονται και συμμερίζονται τον κόσμο. Δεν είναι όμως όλοι τόσο δουλευταράδες, για’ αυτό χρειάζονται και τα φακελάκια, που σου ανοίγουν τις πόρτες και τα ρουσφέτια που σε τακτοποιούν χωρίς μεγάλη κούραση.

Και ξαναλέω, μπορεί όλα αυτά να ακούγονται δικαιολογίες -και είναι, το παραδέχομαι-, μ’ αυτές όμως ταΐζω καθημερινά τις ενοχές που νιώθω, όταν σκέφτομαι την πιθανότητα να κάνω κάτι τέτοιο. Ίσως -θα έλεγε κάποιος- δικαιολογώ με μεγάλη ευκολία τον εαυτό μου, το ξέρω, μα δε νιώθω κιόλας πως μου έχουν δώσει άλλη επιλογή.

Τα ρουσφέτια όλοι τα μισούμε θέλω να πιστεύω, ακόμα κι αυτοί που τα χρησιμοποιούν. Όταν όμως, δε σου έχουν δώσει άλλη επιλογή, όταν αυτή είναι η μόνη λύση που έχεις για να δεις τα όνειρα σου να πραγματοποιούνται, ή για να εξυπηρετηθείς, τότε δε θα το πολυσκεφτείς. Θα σηκώσεις το ακουστικό, θα βάλεις τα λεφτά στο φακελάκι, και τέλος πάντων, θα κάνεις ό,τι άλλο χρειαστεί για να γίνει αυτό που θες -και το ίδιο θα κάνω κι εγώ. Λυπάμαι για τον τρόπο σκέψης μου, όμως δε θα απολογηθώ γι’ αυτόν. Έτσι μεγάλωσα κι έτσι με μάθανε. Κι όσο εύκολα κι αν δικαιολογούμαι, είναι που τόσα χρόνια κουράστηκαν τα μάτια μου να βλέπουν τόσες αδικίες.

ΥΓ.: Σίγουρα αν ερχόμουν αντιμέτωπη με τον μικρό μου εαυτό, θα τον απογοήτευα, και μάλιστα πολύ. Μεγαλώνοντας όμως κατέβηκα κι εγώ από το ροζ συννεφάκι μου και κατάλαβα πολλά.

Συντάκτης: Άντρεα Λαζαρίδου
Επιμέλεια κειμένου: Ζηνοβία Τσαρτσίδου