Στο τραπέζι αυτή τη φορά θα πέσει ξανά η συμπεριφορά μας. Ξανά και ξανά, αυτό το κεφάλαιο μας γεννά απορίες, αφού δε γίνεται να τα έχουμε καταφέρει έτσι, να μας εκπλήσσει ο ίδιος μας ο εαυτός, ακόμα και στα απλά, στα πιο καθημερινά. Πόσες φορές καταφέραμε να λειτουργήσουμε πραγματικά αυθόρμητα, χωρίς άτυπες οδηγίες που εμείς φτιάχνουμε ως ασπίδα ασφαλείας; Πόσες φορές δείξαμε τον χαρακτήρα μας μακριά από κάθε επιτηδευμένη κίνηση, χωρίς να νιώσουμε μετά πως κάναμε λάθος, πως τσιμπήσαμε σε μια παγίδα απερισκεψίας; Μάλλον λίγες. Γιατί αν μπορούμε σήμερα να θίξουμε το ζήτημα αυτής της ιδιαίτερης φύσης μας, αυτή ενδεχομένως δεν είναι και τόσο ανεπιτήδευτη τελικά.

Ο βασικός μας προβληματισμός -όσο μεγαλώνουμε- περιστρέφεται γύρω από την επίλυση καταστάσεων που προκύπτουν συνεχώς και την αντθμετώπισή τους. Σχέσεις με τους άλλους, επαγγελματικές επιτυχίες και μη, σημεία αναφοράς, που πλέον θα δείξουν ποιος είσαι τελικά, τι αξίζεις, και πώς το κερδίζεις. Ένας αγώνας ατέρμονος δηλαδή, για να αποδέιξουμε το αυτονόητο, αυτό που μπορεί και να έχουμε υπερεκτιμήσει. Ό άνθρωπος έχει αξία ούτως ή άλλως, ανεξάρτητα με όσα έκανε ή όχι, απλώς μαθαίνοντας να βάζουμε σε κουτάκια καταστάσεις και συνασθήματα, καλωπουθήκαμε κι εμείς οι ίδιοι. Αποδεχτήκαμε ταμπέλες και στάμπες που ήταν πιο σημαντικές από την ουσία, αφού το εγώ μας μπροστά σε αυτά που οι άλλοι θα πίστευαν για μας ήταν τόσο ρευστό, τόσο ανυπεράσπιστο.

Κι αυτό ακριβώς είναι η πηγή του κακού. Ένας άνθρωπος για να λειτουργήσει χωρίς καλούπια, να ζήσει χωρίς το άγχος του μετά, πρέπει να νιώθει ελεύθερος. Ελεύθερος για την αποδοχή που θα λάβει, ήρεμος για όσα θα έχει κάνει και θα έχει πει χωρίς να τον βαραίνει το σωστό και το λάθος που κάποιοι άλλοι θα αποφασίσουν για τις πράξεις του. Κι αυτό συγγνώμη κιόλας, αλλά το έχουμε χάσει προ πολλού και πανηγυρικά. Για τους περισσότερους, ακόμα κι αν δεν το αντιλαμβάνονται, ελλοχεύει ο φόβος της κρίσης και της συνέπειας της κάθε πράξης ως προς τη βαρύτητά της. Κάτι τέτοιο επιβεβαιώνεται περίτρανα σε περιτπώσεις που αν ξεφύγουμε λιγάκι, αν δείξουμε περισσότερη τσαλάκα από αυτή που αντέχει η σιδερωμένη μας φιγούρα, πεθαίνουμε από ντροπή. «Παρεκτρέπεσαι. Έπρεπε να κρατηθείς.» Όχι, καθόλου δεν παρεκτρέπομαι, και καθόλου δε θα κρατηθώ.

Μαζεύουμε τις ελάχιστες στιγμές αναίτιου αυθορμητισμού μας σαν ένα σφάλμα που πρέπει γρήγορα να καλυφθεί, γιατί διαφορετικά έχουμε εκτεθεί. Το αποτέλεσμα γνωστό και ορατό τοις πάσι. Κινήσεις προσχεδιασμένες, που μαζί με το πλάνο ζωής, παίρνουμε και πακέτο οδηγιών για το πώς πρέπει κι ενδείκνυται να φαινόμαστε. Η απάντηση «ό,τι θέλω θα κάνω» δεν είναι αποδεκτή ούτε καν από εμάς τους ίδιους. Αρχίζουμε να ντύνουμε και να καλύπτουμε τον χαρακτήρα μας με βάση τι θα φανεί κακό και τι όχι, τι μας συμφέρει και τι μας βγάζει ζημιωμένους στον απέναντι. Άσκοπο, κουραστικό και υποκριτικό. Μια παγίδα που ηθελημένα και μη θα πέσουμε, ή έχουμε πέσει όλοι. Μήπως τελικά δεν είναι θέμα φύσης, αλλά θέμα επιλογής; Μήπως κι αυτό το πρέπει είναι κομμάτι του αληθινού μας εαυτού, σαν φυσική συστολή που έχει ρόλο προστατευτικό;

Όπως και να έχει, τα ερωτήματα που προκύπτουν είναι ατελείωτα και στην ίδια μοίρα βρσίσκονται και οι απαντήσεις που ο καθείς από εμάς είναι σε θέση να δώσει. Αυτό που θα μπορούσαμε να πούμε λίγο πιο σίγουρα, είναι πως πρέπει να χαλαρώσουμε, να αφεθούμε, να πάμε επιτέλους χέρι χέρι με τις καταστάσεις. Όποια κι αν είναι τελικά η φύση που κερδίζει, αυτό που μένει είναι ένας άνθρωπος είτε δωσμένος στα πρέπει του, είτε ελεύθερος να κινηθεί στα θέλω του. Και χωρίς να είναι πάντα εύκολο να κάνουμε μόνο το ένα ή το άλλο, η επιλογή κατεύθυνσης σιγά σιγά θα μας δείξει τον επιθυμητό δρόμο. Και δεν πειράζει αν εκτεθούμε λίγο παραπάνω.

Φιλιά στα μούτρα, χωρίς πολλή σκέψη.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου