Μια από τις μαγικές ιδιότητες της υπεραπλούστευσης, είναι πως από την μια στιγμή στην άλλη, το Έβερεστ φαίνεται Βίτσι και πάει λέγοντας. Έχασα 30 κιλά λες, σιγά την προσπάθεια, σου λένε. Πήρα 3 πτυχία κι άλλαξα χώρα, ε, εντάξει, δεν κέρδισες και τη Eurovision, σου απαντάνε. Τον πιάνεις τον παλμό να φανταστώ. Μέσα σε αυτό το καζάνι του “σιγά τι κάνεις και ‘συ”, βράζουμε κι όσοι δε σκεφτόμαστε απαραίτητα δυνατά, αλλά πάνω σε χαρτί. Γράφουμε, κόβουμε και ράβουμε τις σκέψεις μας μπας και χωρέσουν σε πλαίσια ικανά να κάνουν τη ζωή μας λίγο πιο εύκολη και κατανοητή. Αν νομίζεις πως γίνεται με την ίδια ευκολία όπως το να κάνεις λίστα σούπερ μάρκετ, σου έχω νέα. Δεν είναι εύκολο.

Η γραφή, ανεξαρτήτως φύσης ή κατεύθυνσης, κρύβει μια ελευθερία που την κάνεις κτήμα σου βήμα-βήμα. Τις πρώτες φορές δεν ξέρεις πώς να κουμαντάρεις τη σκέψη, πώς το χάος θα γίνει λόγος και σιγά-σιγά λέξεις που θα μπουν η μία πίσω από την άλλη, ώστε το αποτέλεσμα να σε δικαιώσει με ένα “μωρέ ωραία τα λες εσύ!” Αυτή είναι η αρχή, γιατί μετά, αρχίζει το τέρας και παίρνει μορφή από τα χεράκια σου. Γράφεις για να αποσυμπιεστείς, να οργανωθείς, να εκφραστείς και να πετσοκόψεις αν χρειαστεί- γιατί όχι. Ο καθένας με τον δικό του στόμφο, αισθησιασμό, καυστικό και μη χιούμορ, όσοι δεν είμαστε καλοί στα λόγια τέλος πάντων, έχουμε βρει τη δική μας μοναδική συχνότητα για μπορούμε να γίνουμε φωνή και στα χείλη άλλων. Και πάμε στα παράπονα τώρα.

Κατά βάση, χωρίς να θέλω να απογοητεύσω κανέναν: άνθρωπος με μικρή ή μεγάλη κλίση στο αντικείμενο, δε σημαίνει πως κοπιάρει τη μηχανή αναζήτησης της Google σε περίπτωση που χρειαστεί να κατεβάσει ιδέες ή να δημιουργήσει κείμενα για τον όποιο σκοπό. Χίλια συγγνώμη, δε διαθέτω 67.000 αποτελέσματα στο δευτερόλεπτο κι αν αυτό συμβεί καμιά φορά, τότε πάρτε με για τη Νasa, θα με θέλουν. Σε άλλα νέα, δεν είναι μόνιμο προνόμιο στη ρουτίνα του ανθρώπου το μυαλό του να δουλεύει nonstop, οπότε ναι, υπάρχουν μέρες που κι ονοματεπώνυμο να μου ζητηθεί να γράψω σε κανά χαρτί για το ΚΕΠ, πιθανότατα θα το συλλαβίσω στο κεφάλι μου. Θεωρείται πως το γράφω ισοδυναμεί με το μιλάω. Ναι μην επαναλαβάνομαι, τα είπα πάνω για το Έβερεστ. Καλό είναι, όταν σας λέει κάποιος φίλος ή γνωστός πως απέκτησε το συγκεκριμένο χόμπι, η απάντησή σας να μην ξεκινά με το “εντάξει σιγά”. Παίζετε επικίνδυνα να σας κάνει σουβλάκι σε στιλό Bic.

Για να το θέσουμε πιο απλά τέλος πάντων, η θεωρία πως η γραφή αντιστοιχεί σε ικανότητες με το βάβισμα που κάνουν τα μωρά, είναι λίγο αστεία. Δε θέλω να φανώ η ψωνάρα του χωριού και να πω πως είναι ταλέντο, μα κρύβει αλήθεια αυτή η σκέψη. Επομένως, όταν αυτό το ταλεντάκι σου που το καμαρώνεις κρυφά ή φανερά, έρχονται και στο λούζουν με ατάκες υποτίμησης, άνθρωπος είσαι θα σκάσεις. Κι ας έχεις γράψει από άρθρα μέχρι εγκυκλοπαίδειες, χεστήκαμε σου λέει, ασυναρτησίες γράφεις, κανείς δεν τα καταλαβαίνει. Εντάξει, ξέρω και ‘γώ, τράβα διάβασε τα συστατικά από το Casoline που έχεις πάνω στο πλυντήριο. Κάπως έτσι θα έπρεπε να μπορούμε να απαντάμε κάθε φορά που ακούμε οτιδήποτε μας φέρνει ένα βήμα πιο κοντά στην έκρηξη. Γνώμη μου.

Και για να κλείσω το κουτάκι παραπόνων για το session “δώσ’ μου χαρτί και πένα και θ’ αρχίσω να γράφω για σένα” θα πω μονάχα για τη δική μου την δόλια εμπειρία την αλήθεια. Όταν δεν υπάρχει καμία απολύτως πίεση ή ανάγκη τέλος πάντων να γράψω κάτι συγκεκριμένο, θα κεντήσω. Αν υπάρχει deadline, πολύ συγκεκριμένη κατάσταση που πρέπει να καλύψω γραπτώς, το μυαλό μου θα λειτουργεί με ρυθμούς εγκεφαλικού, γιατί η ζωή φέρνει εκπλήξεις, καταλαβαίνεις. Δεν ξέρω αν είναι εύκολο το άθλημα, ξέρω πως είναι υπέροχο κι έχει γεννήσει συγκινήσεις, δάκρυα και νευρικά γέλια καμιά φορά πάνω από το πληκτρολόγιο. Παθιαζόμαστε και κάνουμε το παν αυτό να φανεί στα λεγόμενά μας, αυτή είναι η δική μου δυσκολία, ίσως και καμάρι. Αλλά τι σκάω και ‘γω μωρέ, σιγά τι κάνω πια.

Συντάκτης: Αλίκη Μουσμούλα
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου