«Την πρώτη φορά ήταν σαν να είχε αρπάξει φωτιά κάπου μέσα βαθιά, κάτι μες την ψυχή μου» παίζει άλλη μια φορά repeat στα ακουστικά μου. Μια νοσταλγία με διαπερνά εξαιτίας αυτού του τραγουδιού κι αναρωτιέμαι πόσοι είναι αυτοί που βιώνουν ανάλογα συναισθήματα, όταν η «Λευκή Καταιγίδα» του Παυλίδη παίζει. Κάτι βαθύτερο μέσα σου ξυπνά.

Είναι πολλοί οι έρωτες που ξεκίνησαν με μια ξαφνική και απρόσμενη φωτιά μέσα μας. Μια φλόγα ανεξέλεγκτη, ικανή να σε συνεπάρει και να σε καθηλώσει. Αγγίγματα και βλέμματα που δεν μπορείς να αντισταθείς και πεις «όχι». Έρωτας μέχρι τα χαράματα, να πιάνεις τον εαυτό σου να θέλει να ρουφήξει κάθε σταγόνα από την ηδονή του άλλου. Κοντά τους νιώθεις «πως χάνεται ο χρόνος». Κι αν δεν πάει πουθενά; Το ξέρεις, αλλά είναι αργά για να αντισταθείς. Για χάρη τους θα αφεθείς, θα αψηφήσεις πρέπει, μη, κανόνες, περιορισμούς. Γιατί «αν αφεθείς σ’ οδηγάει ο δρόμος». Απλώς παραδίνεσαι και όπου πάει.

Όμως, όσο ξαφνικά έρχονται τέτοιοι έρωτες στη ζωή σου, τόσο ξαφνικά τελειώνουν ή πρέπει να τελειώσουν. Όσο κι αν τα βλέμματά σας όταν συναντιούνται κάνουν την καρδιά σου να χτυπά σαν τρελή, να ανεβάζει παλμούς και να κοντεύει να ξεκολλήσει. Όσο κι αν το «κλικ» που ένιωσες δεν το συναντάς συχνά. Αυτό το «κλικ» πρέπει να γίνει διακόπτης που θα κλείσει κι ας είναι αδύνατον. Είναι πολλά τα εμπόδια. Είναι η απόσταση; Είναι το απαγορευμένο; Είναι ο χαρακτήρας του καθενός και οι επιθυμίες του; Είναι οτιδήποτε ήρθε να σου θυμίσει πως ήρθε η ώρα να φύγεις. Καλείσαι να βάλεις τον διακόπτη στο οff και να προχωρήσεις. Άλλωστε γνώριζες εξ ‘αρχής ότι υπάρχει ημερομηνία λήξης.

Είναι σαρωτικός ο έρωτας. Επιζητά το διαφορετικό και το απαγορευμένο. Γι’ αυτό και τέτοιοι έρωτες είναι τόσο έντονοι που «Από τότε περάσανε χρόνια, κύλησαν νερά, όμως, κάπου βαθιά η φωτιά καίει ακόμη». Τα χρόνια μπορεί να πέρασαν, όμως, η σπίθα πάντα υπάρχει μέσα σου. Σε στοιχειώνει και περιμένει γοερά ένα έναυσμα να ξαναπιάσει φωτιά. Όσο, όμως, δεν υπάρχει επικοινωνία κι επαφή μένει εκεί.

Πες το απωθημένο, πες το ανολοκλήρωτο, πες το όπως θες. Βρίσκεται πάντα μέσα στο μυαλό και την καρδιά σου να σου θυμίζει λόγια ανείπωτα και συναισθήματα ανεκπλήρωτα. Να σου θυμίζει τα «αν». Αν τα πράγματα ήταν διαφορετικά τότε, αν το προσπαθούσατε κι όπου καταλήξει. Αν ήταν όντως έρωτας ή η έλξη και η κάβλα της στιγμής. Αν έλεγες όσα αισθάνεσαι. Γι’ αυτό μουρμουρίζεις «Λυπάμαι που έφυγα εκείνη τη νύχτα κρυφά, βιαστικά και χωρίς να ζητήσω συγγνώμη», μιας που το έβαλες στα πόδια για να προστατέψεις την καρδιά σου.

Μπορεί να ήξερες ότι μια κοινή ζωή ήταν ακατόρθωτη, όμως, συνειδητοποιείς ότι η επιλογή σου να ζήσεις αυτό τον έρωτα ήταν σωστή, αφού οι στιγμές που σε άγγιζε και ανατρίχιαζες, σε φιλούσε και μούδιαζες σού προκαλούν ακόμη και τώρα, χρόνια μετά, ρίγος και καθήλωση. Άλλωστε οι διαφορετικοί έρωτες είναι που αφήνουν σημάδι μέσα σου. Ανεξίτηλο στο πέρασμα του χρόνου που μας κάνει να ευχόμαστε να τους συναντήσουμε ξανά. Αν και οι περισσότεροι από αυτούς το πιθανότερο είναι να μην ξανασυναντηθούν, η τελευταία σου συνάντηση μαζί τους, η τελευταία αγκαλιά και το τελευταίο φιλί, παραμένουν μέσα σου ολοζώντανα. «Το μόνο που θα ‘θελα αν κάποτε σε ξαναδώ είναι να πω ευχαριστώ για το θαύμα που είδα», λες κι εύχεσαι.

Κι αν τους ξαναδείς; Κανείς δεν ξέρει πώς τα φέρνει η ζωή. Όπως λένε «απωθημένο, φυγείν αδύνατον». Κι αν γίνει αυτό; Τότε η φωτιά θα κάψει όλα τα «πρέπει» και τα «μη» και εσείς δε θα ξεκολλάτε ο ένας από το σώμα του άλλου. Οπότε συνεχίζεις να τραγουδάς με νοσταλγία και πόθο «Να δώσω για μια τελευταία φορά το ρυθμό στον τρελό σου χορό, στη Λευκή καταιγίδα»…

Συντάκτης: Γεωργία Ιορδανοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.