Προχωράς. Έχεις αποδείξει στον εαυτό σου ότι προχωρώντας μπορείς να απαλύνεις καθετί τραχύ που ζόρισε την αφή σου, να βγάλεις απ’ τη μνήμη ακόμα κι εκείνα τα υπολείμματα των στιγμών, που με το κατάλληλο ερέθισμα είναι αρκετά για να αρχίσουν να παίζουν πάλι στον σκληρό σου δίσκο οτιδήποτε προσπαθούσες να σε πείσεις ότι δεν έζησες, ακόμα κι αν το έζησες μέχρι το τέρμα.

Προχωράς. Αλλά καμιά φορά γυρίζεις το κεφάλι να δεις τι καταστροφή άφησες πίσω σου, όταν απλά έτρεχες να σώσεις το τομάρι σου απ’ αυτό που λέγεται «αγάπη», όταν παραβίασες ένα προς ένα κάθε σήμα κινδύνου, που σε προειδοποιούσε πως η μοναξιά είναι δύσκολη, πως είναι εκείνη η μοιραία συνθήκη για την οποία έχεις να συμφιλιωθείς με τον εαυτό σου κι αν δεν μπορέσεις να τα βρεις μαζί του, τότε τον πολεμάς.

Κι αφού έτρεξες και πέρασες τη γραμμή του τερματισμού, βέβαιος πως έχεις ξεπεράσει οτιδήποτε κάποτε ήταν αδιανόητο να ξεπεράσεις, γυρνάς τις πλάτες στο μέλλον που περιμένει να σε φυγαδεύσει, να δεις τι απέμεινε παρέα με τα συντρίμμια, μα αυτό που θεωρούσες κατεστραμμένο το βλέπεις τώρα ανακαινισμένο και μάλιστα με προσεγμένη την κάθε πλευρά του.

Μόνο εσύ μπορείς να εντοπίσεις κάποιες ατέλειες στο παρελθόν σας, από ‘κείνες που δεν μπόρεσε να τις πάρει ο ύπνος τα βράδια και τον κρατούσαν και τον άλλον άγρυπνο κι απελπισμένο, με αποτέλεσμα ν’ αφήσει κάποιες γωνίες στραπατσαρισμένες, ίσως για να του θυμίζουν ανά διαστήματα τη στραπατσαρισμένη κανονικότητα στην οποία ζούσατε και που μάλλον εσύ είχες επιβάλει. Βλέπεις ότι ο άνθρωπός σου, όσο εσύ σήκωνες ανάστημα και περηφανευόσουν, επειδή πας παρακάτω, φρόντισε να καταβάλει μια γενναία προσπάθεια να σε βγάλει οριστικά. Το ξέρεις ότι αυτό δε θα γίνει ποτέ. Αγαπιέστε. Κι ας μην το ξέρει ο κόσμος όλος, μόνο εσείς ξέρετε πόσο προσπαθήσατε για να κρατήσετε την αγάπη σας αλώβητη απ’ τις φλόγες του αντίθετου ρεύματος. Δε θα σε βγάλει ποτέ οριστικά, αλλά θα σε βγάλει τόσο από μέσα του όσο να μπορεί να σε κοιτάζει και να μη βλέπει τον γκρεμό στα μάτια σου.

Σου έλεγε ότι η αγάπη σας είναι το σπίτι του. Κι εσύ γελούσες και δεν καταλάβαινες, ή τουλάχιστον δεν ήθελες, γιατί κατά βάθος μισούσες τα σχήματα λόγου κι ήθελες κυριολεξίες σταράτες, κι ας σε τρομάζει αυτή τη στιγμή η ιδέα να σκεφτείς πώς, αλήθεια, είναι τα πράγματα κι ας παγιδεύεσαι τώρα σε σάλτσες και σχήματα λόγου για να μπορείς να διαχειρίζεσαι την κατάσταση και να μη σε παίρνει από κάτω. «Είναι το σπίτι όπου πάντα θα γυρνάω, όταν με πνίγει η πόλη κι οτιδήποτε με κρατά έστω και μια αναπνοή μακριά σου. Εκεί όπου θα αγγίζω τις ανασφάλειές σου και θα τις διαβεβαιώνω πως κοντά μου είσαι ασφαλής.» Σκέφτεσαι πόσο όμορφα λόγια έλεγε τότε και πως είχε δίκιο. Ήταν το σπίτι σας.

Τώρα πλέον γυρνάς και βλέπεις τους μέχρι τότε κόκκινους τοίχους –ένα κόκκινο εμπνευσμένο ακόμα κι απ’ την πιο απλή αγκαλιά σας– βαμμένους με βαθύ γκρίζο, το γκρίζο που πάντα τρόμαζες να κοιτάξεις μέσα σου. Στη θέση που βρισκόταν το διπλό ξύλινο κρεβάτι σας, όπου πάνω του σκαλίζατε τις στιγμές σας στην κάθε εκδοχή τους με την αιχμηρή σας αγάπη, βλέπεις ένα κρεβάτι μονό, προορισμένο να ανοίγει στα δύο όταν το δικό σας «πάντα» γίνεται το «πού και πού» μιας εφήμερης καψούρας, ένα κρεβάτι κρύο, λες και πέρασε από πάνω του όλη η ψύχρα της σιωπής σας, ένα κρεβάτι σιδερένιο, σταθερό, να σου υπενθυμίζει πως τίποτα πια δε θα αλλάξει.

Κι όταν πια νιώθεις πως δεν έχεις αέρα να δεις άλλα, πως πνίγεσαι σε μια κουταλιά κρασί, από εκείνο των ματιών του –που είχες μάθει να μεθάει μόνο εσένα μα τώρα όχι–, βλέπεις μια χαραμάδα στη γωνία του ολοκαίνουριου παραθύρου. Δεν την άφησε με την ελπίδα να γυρίσεις. Και πλέον το ξέρεις καλά. Την άφησε με την ελπίδα να θυμηθείς, αλλά να ξέρεις πως δε χωράς για να περάσεις, πως δεν υπάρχει αληθινός γυρισμός.

Συντάκτης: Φένια Βουδαντά
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη