Ακόμη ένα Σάββατο στην καρδιά του Ιούλη και το σώμα μου βρισκόταν -θέλοντας και μη, αφού καύσωνας είναι αυτός- σε μια κοντινή πλαζ.
Η αναγνώριση κλήσεων, όμως, όταν το κινητό άρχισε να χτυπά, με πήγε εκεί που τόσους μήνες ταξιδεύει κι η καρδιά. Πολλά χιλιόμετρα και άλλα τόσα ναυτικά μίλια μακριά.
«Γεωργία Πάρος» έγραφε και δεν ήταν λάθος. Ούτε συντακτικό, ούτε αρπακολλατζίδικο. Η δεύτερη λεξούλα, βλέπεις, ήταν πιο σημαντική από οποιαδήποτε επίθετο της χάρισε ο πατέρας της. Το σήκωσα διστακτικά και την άκουσα να μου λέει χαρωπά πόσο όμορφα πέρασε με τη μικρή μου φιλενάδα, τη Σοφία που της έστειλα… πεσκέσι.

Ωραίες οι καλοκαιρινές διηγήσεις, δεν αντιλέγω, μα η ώρα που θα φτάναμε στο διά ταύτα, εκείνο που απέφευγα συστηματικά τόσο καιρό, πλησίαζε απειλητικά.
«Εσύ, όμως, πότε θα έρθεις;» ρώτησε.
«Μα, δεν καταλαβαίνει;» πρόλαβα να σκεφτώ. «Τι με βασανίζεις, μωρέ;» της απάντησα. «Ξέρω. Μη νομίζεις πως δεν ξέρω» μου είπε, «όμως άλλο τόσο ξέρω πόσο θέλω να σε δω και πως πονάς που είσαι μακριά» συνέχισε. Και πάνω που ετοιμαζόμουν να το κλείσω μου ‘ρχεται η πρόταση. «Ελάτε σε μας να μείνετε. Δωμάτιο έτοιμο, όλα έτοιμα. Μόνο τα εισιτήρια εσύ».

Την ευχαρίστησα για την πρόσκληση, είπαμε και τα υπόλοιπα νέα μας κι όταν η κλήση τερματίστηκε, η πικρή γεύση που περίμενα να μου μείνει είχε γίνει απροσδόκητα γλυκιά.

Τόσο γλυκιά σαν εκείνο το παστάκι που την τάιζα με το κουταλάκι πέρσι τέτοιες μέρες όταν λιποθυμούσε απ’ την εξάντληση κι εκείνη άνοιγε τα μάτια μόνο για να με βρίσει που «απ’ όλη τη βιτρίνα, το πιο σορμπέτι διάλεξα».
Έτσι, μ’ αυτήν τη… λιγωμάρα το μυαλό μου άρχισε το ταξίδι του στο παρελθόν, σ’ ένα καλοκαίρι τόσο μακρινό που μου ‘φερε μαζί με τη μαγεία του νησιού και τη μαγεία των αληθινών φίλων.
Ήταν ένα από εκείνα τα βράδια που ο αέρας ο κυκλαδίτικος, ο «κολλητός» μου όπως τον αποκαλώ, αποφάσισε να κάνει τον παράδεισό μου ακόμη πιο ονειρεμένο. Ήταν το κρύο τσουχτερό και δε χρειαζόταν καμιά μαμά να μου πει «ζακέτα να πάρεις.»

Τρεις, τη μια πάνω απ’ την άλλη έβαλα να ζεσταθεί το κοκαλάκι μου, όμως χρειαζόμουν κι απάγκιο κι απανέμι, που λέει και το άσμα. Και τα φιλόξενα σοκάκια της Νάουσας έκρυβαν πολλά τέτοια. Διαλέξαμε ένα, καθίσαμε και η προσοχή μου δεν άργησε να φύγει απ’ το παγωμένο mojito και να πάει στο μαγαζί απέναντι. Δυο ιδιοκτήτες, παράταιροι μάλλον μεταξύ τους, τα έπιναν έξω από το απελπιστικά άδειο μπαράκι τους. «Αύριο να πάμε απέναντι για ποτό. Κουκλίστικο το μαγαζί και δε μου κάνει καρδιά να βλέπω αναδουλειές. Κι αυτοί άνθρωποι είναι» είπα κι έτσι έγινε.

Μοναδικοί πελάτες όταν καθίσαμε και σκίστηκαν να μας εξυπηρετήσουν. Άψογα τα κοκτέιλ, πρόσχαροι και οι δυο, κεράσματα επί κερασμάτων κι έτσι η μια μέρα έγιναν πολλές. Και η Γεωργία με τον Ντάνι αναπόσπαστο κομμάτι της νύχτας μας.

Πού και πότε κολλήσαμε, δε θυμάμαι να σας πω. Ίσως ήταν το ξημέρωμα με την σπιτική μακαρονάδα που μας μαγείρεψε εκείνη και φάγαμε καταμεσής του μπαρ παρακολουθώντας τρεις μεθυσμένες Ιρλανδές να χοροπηδούν στο ρυθμό της μουσικής.

Ίσως εκείνη η ανατολή που παρακολουθήσαμε όλοι μαζί σ’ ένα μαγευτικό μπαλκόνι στο Αιγαίο ή ίσως εκείνη η χαρά, η ανυπόκριτη που είχαν κάθε που κατεβαίναμε βράδυ στο χωριό.

Ίσως κι όλα μαζί, αλλά σύντομα οι πελάτες δεν ήταν πια τέτοιοι. Ήταν παρεάκι που μοιράζονταν και κέφι αλλά και καημούς.

Οι μέρες πέρασαν, ο αποχαιρετισμός ήρθε με μένα ως άλλη Μάρθα Βούρτση πνιγμένη στο κλάμα, όμως η πατροπαράδοτη «καλή αντάμωση» ήρθε νωρίτερα απ’ ότι την περίμενα.
Οκτώβρης μήνας και η έκπληξη να τους δω να εμφανίζονται στην πόρτα μου ήταν από εκείνες που δεν ξεχνάς ποτέ. Βόλτες ατέλειωτες στην πόλη, shopping therapy, λούνα παρκ, ακόμη και σπιτικά Mojito απ’ τους «ειδικούς» είχε το μενού. Όσο για το επόμενο καλοκαιρινό ραντεβού; Η Μάρθα Βούρτση χτύπησε στην άφιξη, με δάκρυα χαράς.

Χιλιόμετρα μας χωρίζουν και ναυτικά μίλια πολλά.

Κι όμως στο μικρό τους σπιτάκι έζησα το ομορφότερο Πάσχα της ζωής μου, στο γαλανόλευκο μπαράκι τους γεύτηκα την πιο πρωτότυπη τούρτα του κόσμου με κεφτεδάκια αντί σοκολάτας και στο σαλόνι του Blue Star έβγαλα την πιο άναρθρη κραυγή του κόσμου όταν αντίκρισα ξαφνικά μπροστά μου τον Ντάνι που ταξίδευε όλη νύχτα με αεροπλάνα και βαπόρια για να τον βρούμε στο νησί.
Μεθυσμένα ξενύχτια, βουτιές στα καταγάλανα νερά κι άλλες μπόλικες κλισεδουριές έχω να θυμάμαι από κάθε καλοκαίρι. Όπως όλοι μας, άλλωστε.
Μόνο που το τηλεφώνημα του Σαββάτου μ’ έκανε να ξύσω, να βρω τι κρύβεται κάτω απ’ την ηλιόλουστη επιφάνεια.
Δύο άνθρωποι, λοιπόν, που ενώ τις μέρες αυτές δουλεύουν στο φουλ, δεν περιμένουν το ρελαντί για σκεφτούν πως κάποιος λείπει απ’ τις κατάλευκες καρεκλίτσες τους.
Μα κυρίως δυο άνθρωποι που μ’ έμαθαν πως καμιά φορά δεν είναι κακό στην άμμο να χτίζεις παλάτια.
Καμιά φορά ο βοριάς αφήνει στην άκρη τη μαστροχαλαστική του έφεση κι αντί για συντρίμμια κομμάτια, φέρνει στο διάβα σου φίλους ζωής.
Κι αν το φετινό αναγκαστικό διάλειμμα απ’ τον παράδεισο είναι παραπάνω από δύσκολο, η προσμονή είναι γλυκιά όταν οι άνθρωποι αποδεικνύονται πολλά παραπάνω από εφήμερες γνωριμίες του καλοκαιριού.

ΥΓ: Όσο για τις αναδουλειές, αυτές ανήκουν οριστικά στο παρελθόν, αφού οι αγαπημένοι μου φίλοι απέδειξαν πως ό,τι αξίζει είναι μεν δύσκολο, αλλά όχι ακατόρθωτο.

Συντάκτης: Δήμητρα Τσαμποδήμου