Ήταν τέλη Απρίλη του 2010 όταν ο πιο άχρηστος πολιτικός της ελληνικής ιστορίας ανακοίνωνε κι επίσημα απ’ το Καστελόριζο τον επερχόμενο οικονομικό, πολιτικό και κατ’ επέκταση κοινωνικό και πολιτισμικό σοδομισμό της πιο όμορφης χώρας στον πλανήτη. Ήταν η αρχή ενός καλοκαιριού που κανένας Έλληνας δε θα  διαγράψει απ’ τη μνήμη του· κυρίως όσοι θυμούνται την Ελλάδα πριν απ’ αυτό το γεγονός.

Εκείνο το καλοκαίρι πήρα κι εγώ την απόφαση να μαζέψω όσες «αποσκευές» είχα ως τότε –υλικές κι άυλες–  και να φτιάξω σπίτι και ζωή απ’ την αρχή κάπου αλλού.  Δεν είχα ιδέα για το τι με περίμενε, αν όμως γνώριζα, θα ήμουν άραγε τόσο τολμηρή; Είναι κάτι που δε θα μάθω ποτέ. Πιστεύω σήμερα, πάντως, πως η άγνοια κινδύνου είναι μερικές φορές ο ιδανικότερος σύμβουλος για να ζήσεις πραγματικά. Όχι για να περνάνε απλά οι μέρες, αλλά για να ζήσεις.

Για τον άνθρωπο με τον οποίο μοιράστηκα πολλά –χρόνια και ζωή– δεν έχω τίποτα αρνητικό να πω. Ακόμη κι αν ήθελα, δε θα μπορούσα. Άλλωστε σ’ εκείνον χρωστάω τις «αποσκευές» που προανέφερα, τις άυλες φυσικά. Δεν αρκεί μονάχα αυτό όμως· ένας άνθρωπος μπορεί να είναι ηθικός κι αξιοπρεπής, μπορεί να είναι «σωστός», αν όμως μαζί του δεν μπορείς να είσαι ή να βρεις τον εαυτό σου;

Για μένα σπίτι είναι το μέρος που μπορείς να κοιμάσαι το βράδυ ήσυχα, χωρίς θηλιά στο στήθος και πέτρες στο στομάχι. Μετά από αρκετά χρόνια χωρίς σπίτι, έπρεπε λοιπόν να βρω το κουράγιο  να φτιάξω ένα.

Ο πρώτος χρόνος ήταν πολύ δύσκολος. Όλοι οι κοντινοί άνθρωποι της «άλλης» πλευράς μα και δικοί μου συγγενείς, στάθηκαν απέναντί μου. Είναι, βλέπεις, γερά εδραιωμένη η άποψη πως οι άνθρωποι χωρίζουν μόνο σε δύο περιστάσεις: κέρατο ή κακοποίηση. Είναι η μόνη δικαιολογία που σου δίνουν τα λαϊκά δικαστήρια πριν σε λιθοβολήσουν. Εμένα ο λιθοβολισμός δε με ένοιαξε ποτέ ιδιαίτερα· το μόνο που με ενόχλησε –ως καθαρά ενοχικό άτομο–  ήταν πως έγινα η αιτία να στεναχωρηθούν άνθρωποι.

Δεν ήταν μόνο οι απολογίες κι οι ενοχές που έκαναν τον πρώτο χρόνο δύσκολο. Ήταν κι η μετάβαση στη νέα ελληνική πραγματικότητα. Μέσα στους πρώτους λίγους μήνες  ξοδεύτηκαν όλα τα «έτοιμα». Τα τελευταία υπολείμματα ρομαντισμού που διέθετα εξαφανίστηκαν όταν πήρα (ενθυμούμενη το παλιό καθεστώς) εφημερίδα αγγελιών. Τίποτα δεν υπήρχε πλέον απ’ τα παλιά, απ’ την προ κρίσης εποχή.

Δοκίμασε κανείς ν’ αρχίσει να χαμογελάει όταν μία ολόκληρη χώρα μόλις σταμάτησε να χαμογελά; Δοκίμασε κανείς να φτιάξει απ’ το μηδέν μία μονογονεϊκή οικογένεια εν καιρώ μνημονίων; Μόνο όποιος το ρίσκαρε, μπορεί να ξέρει, μόνο όποιος τόλμησε ν’ άρχίσει απ’ την αρχή. Χωρίς οικονομικούς συμπαραστάτες ή χορηγούς, χωρίς σπίτι, γονείς και συγγενείς κι ενίοτε χωρίς δουλειά. Από τη μία μέρα στην άλλη, γίναμε οικονομικοί μετανάστες στην ίδια μας τη χώρα. Μέσα σ’ ένα κλίμα ανασφάλειας πρώτη μέριμνα ήταν η ίδια η επιβίωση.

Οι πρώτες δυσκολίες υπερνικήθηκαν, ο εαυτός σκληραγωγήθηκε. Οι άνθρωποι της δικής μου κατηγορίας, της δικής μου περίπτωσης, με εμπειρίες σαν τις δικές μου, εμείς οι εγχώριοι «οικονομικοί μετανάστες» έχουμε μία διπλή εικόνα προς τρίτους. Ανάλογα τα μάτια που μας βλέπουν. Ανάλογα το φωτισμό.

Για κάποιους είμαστε άτομα βαριά, εσωστρεφή, μελαγχολικά, θλιμμένα ίσως, ενίοτε κι αντικοινωνικά. Θα πούμε πέντε φορές «όχι» όταν κανονίζουν οι παρέες και μία φορά «ναι». Με πολύ σαρκασμό. Στις πιο άσχετες συζητήσεις θα μιλήσουμε χιουμοριστικά για μνημόνια και χρέη. Αυτό είμαστε για κάποιους κι η αλήθεια είναι πως είμαστε κι όλα αυτά, όχι όμως μόνο.

Όταν η οπτική γωνία αλλάξει, όταν αλλάξει το βλέμμα που μας καρφώνει κι ο φωτισμός, τότε κάποιοι θα δουν πως όχι δεν είμαστε ούτε αντικοινωνικοί, ούτε σνομπαρίες όταν λέμε όχι στις προτάσεις της παρέας. Απλώς καμιά φορά τα τρία ποτά στο τάδε μαγαζί είναι ο λογαριασμός του τηλεφώνου. Θα δουν πως μ’ αυτούς που αγαπάμε τελικά δεν είμαστε ούτε μελαγχολικοί, ούτε αγέλαστοι.

Κατά μία έννοια, θα μπορούσες να πεις πως είμαστε γαμάτα παιδιά γιατί μάθαμε να επιβιώνουμε σ’ οποιοδήποτε καθεστώς, σε κάθε καιρό, σ’ οποιαδήποτε χώρα, ελεύθεροι, νομάδες.  Γιατί τα σημάδια στο σώμα μας απ’ τους λιθοβολισμούς ,τα κάναμε τατουάζ· από εκείνα που ομορφαίνουν όχι το σώμα, αλλά την ψυχή.

 

ΥΓ1: Το παραπάνω κείμενο δεν είναι η πρώτη μου γραπτή εξομολόγηση λόγω του confession week. Είναι ακόμη μία. Γιατί και κάθε προηγούμενο και κάθε επόμενο άρθρο, δεν είναι πάρα ένα κομμάτι μας και μια αλήθεια μας.

ΥΓ2: Εάν έφτασες μέχρι αυτή την αράδα, σημαίνει ότι σ’ ενδιέφερε η ιστορία μου. Αν θέλεις, μπορείς να την ανταλλάξεις με το παρακάτω τραγούδι. Σε τέσσερα λεπτά και σε κάθε του στίχο θα ακούσεις για το πιο σημαντικό καλοκαίρι της ζωής μου. Εκείνο του 2010.

Συντάκτης: Ελευθερία Παπασάββα