H ευτυχία θα μπορούσε κάλλιστα να ανακηρυχθεί σε σύγχρονη θεότητα στο μεγαλείο της οποίας υποκλίνεται σύσσωμος ο δυτικός πολιτισμός. Πλήθος εγχειριδίων έχουν αφιερωθεί στην αφεντιά της, εκατομμύρια ψυχοθεραπευτές παλεύουν να την ξετρυπώσουν στα άδυτα των παιδικών απωθημένων και φημισμένοι γιόγκι την κλείνουν σε διαφραγματικές αναπνοές και στάσεις αγαπημένων κατοικίδιων.

Η ευτυχία, ωστόσο, θα αντιστοιχεί αιωνίως σ’ αυτό που περιμένουμε να ‘ρθει όσο επιτρέπουμε στις επιθυμίες να ξεγλιστρούν απ’ τα χέρια μας, στα απωθημένα να θεριεύουν μέσα μας και στην πικρία σαν βλοσυρός τροχονόμος να κόβει κλήσεις και ταχύτητες στις μεγάλες λεωφόρους της ψυχικής πληρότητας.

Τα όνειρα που δεν κυνηγήσαμε πέφτουν –αρχικά τουλάχιστον– σε χειμερία νάρκη, επιτρέποντάς μας να υποβιβάσουμε ανενόχλητοι το πεπρωμένο μας σε γλυκερούς συμβιβασμούς που βαφτίζουμε ρεαλιστικές επιλογές. Ο έρωτας που αποχαιρετήσαμε το τελευταίο βράδυ του καλοκαιριού, ο πίνακας που δε ζωγραφίσαμε, η επαγγελματική ευκαιρία που δεν αδράξαμε, η μακρινή πτήση στην οποία δεν επιβιβαστήκαμε, όλα κάποτε επιστρέφουν και διεκδικούν ένα κομμάτι απ’ τον χαμένο χρόνο, μιαν ικανοποιητική αποζημίωση για την οδυνηρή θυσία.

Οι σπίθες που δεν έγιναν φλόγες σαν φαντάσματα στοιχειώνουν τον μακάριο ύπνο μας, ντύνουν με εφιάλτες τις γκρίζες νύχτες μας, γυρεύουν μια ευκαιρία για να υπάρξουν, μια αυγή για να ανατείλουν προτού ενωθούν με το πορφυρό χρώμα του οριστικού αντίο.

Τα όνειρά μας καταδιώκουν σε κάθε ξέγνοιαστο τσούγκρισμα ποτηριών, σε κάθε φύσημα κεριών που σκοτώνει μιαν ακόμη ευχή, κάθε στιγμή που πιστέψαμε πως η ζωή ισοδυναμεί με άνευρη πρόβα κι όχι με καθηλωτική παράσταση.

«Μονάχα οι γενναίοι αγγίζουν την ατόφια χαρά», μου ‘χες κάποτε πει. Οι ελεύθερες καρδιές προχωρούν, πράγματι, χωρίς περιττές αποσκευές στα αεροδρόμια των εποχών, αποχαιρετούν με δάκρυα στα μάτια κι υποδέχονται με σφιχτές αγκαλιές, πονούν και τρέμουν σύγκορμες, γελούν και λάμπουν τα αστέρια του ουρανού.

Οι ελεύθεροι άνθρωποι γκρεμίζουν τα δωματιάκια ασφαλείας κι ορμούν ανυπόμονα στο μαγικό σύμπαν, πιάνουν απ’ τα μαλλιά τις ευκαιρίες και ρουφούν το φως απ’ τις πρώτες ακτίνες του, επιπλέουν σε θάλασσες φουρτουνιασμένες κι εξημερώνουν καπετάνιους δύστροπους προκειμένου να ξαποστάσουν κάποτε στην Ιθάκη τους.

Υπάρχει αντίτιμο σπουδαίο, ασφαλώς. Οι θαρραλέοι, βλέπεις, θυσιάζουν τη βολή της στιγμής για το άλλο, το μακρινό και μεγαλειώδες, το άπιαστο κι ουτοπικό. Μα πρέπει να πέσεις για να σηκωθείς, να βιώσεις χειμώνες για να καλωσορίσεις την άνοιξη, να τυφλώσεις κάποιον Κύκλωπα για να δεις καθαρά. Θα το κάνεις; Ή κάποιο σούρουπο, στο μπαλκόνι των γηρατειών θα κοιτάς πέρα μακριά όσα χρωματιστά μπαλόνια δεν κράτησες, όσα γυάλινα κλουβιά δε θρυμμάτισες.

Ίσως να είμαστε αυτό και μόνο: Μια κοινωνία χαμένων ονείρων… Κι ενδεχομένως αυτά να μας εκδικούνται ξανά και ξανά έως ότου βρούμε το κουράγιο να τ’ ανταμώσουμε. Μπορεί τελικά το αντίδοτο στους πολέμους, στη φτώχεια, στην αδικία να κρύβεται σε όλες τις «Ιθάκες» που δε βαδίσαμε, στις αγάπες που δεν αφεθήκαμε, στα πινέλα που δε λερώσαμε με μπογιές, στις ιστορίες που δε γράψαμε και στα λόγια που δεν ξεστομίσαμε.

 

Συντάκτης: Κατερίνα Τσιτούρα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη