Εκεί που καθόμουν κάπως στριμωγμένα στο λεωφορείο, μια μέρα, ακούω πίσω μου τον εξής διάλογο:

«Ναι, μου ζήτησε να μείνουμε μαζί.»

«Αλήθεια; Τέλεια, θα συγκατοικήσετε.»

«Όχι απλά θα συγκατοικήσουμε, θα συζήσουμε.»

Γιατί, ναι, υπάρχει διαφορά. Άλλο είναι το «συγκατοικώ» με κάποιον κι άλλο το «συζώ». Ας το δούμε, όμως, πρώτα ετυμολογικά, εφόσον κι οι δύο έννοιες προέρχονται απ’ το «συν-» και μία ακόμη λέξη.

«Συγκατοικώ» σημαίνει πως μένω μαζί με κάποιον, χωρίς απαραίτητα να χρειάζεται να μου είναι κάτι. Μπορεί να ‘ναι φίλος, σχέση, γνωστός ή ακόμα και κάποιος εντελώς άγνωστος, που βρήκα από αγγελία. Ειδικά στα φοιτητικά μας χρόνια, είναι πολύ διαδεδομένο να μένεις με κάποιον, απλά και μόνο για να μοιράζεσαι τα έξοδα κι είναι πάρα πολύ πιθανό να μην έχεις κάποια παραπάνω επαφή μαζί του, πέρα απ’ τα τυπικά και διαδικαστικά για ό,τι αφορά το σπίτι και τους λογαριασμούς. Μάλιστα, κάποιοι λένε να μη συγκατοικείς με φίλους σου, γιατί κινδυνεύει να χαλάσει η μεταξύ σας σχέση μες στην καθημερινή τριβή.

«Συζώ», απ’ την άλλη, σημαίνει πως ζω μαζί με κάποιον, μοιράζομαι δηλαδή πέρα απ’ τον χώρο και την ίδια μου τη ζωή, γι’ αυτό και συχνότερα αφορά έναν ερωτικό σύντροφο. Η έννοια αυτή δίνει άλλη διάσταση στο θέμα της κοινής κατοικίας. Σημαίνει πως μοιράζεσαι την καθημερινότητά σου με κάποιον άλλον, πως πλέον σκέφτεσαι για δύο, μέσα στο ίδιο σπίτι.

Και στις δύο περιπτώσεις, βέβαια, υπάρχουν ορισμένες ομοιότητες, όπως είναι το μοίρασμα των λογαριασμών. Με τον συγκάτοικό σου το πάτε 50-50, για να ‘στε πάντα εντάξει. Με τον σύντροφό σου, που συνήθως μπαίνετε και στη διαδικασία ενός κοινού ταμείου, χωρίζετε αρμοδιότητες κι ευθύνες. «Πλήρωσε εσύ το ρεύμα, να πληρώσω εγώ το σούπερ μάρκετ», για παράδειγμα. Είστε πιο χαλαροί και πιο «μαζί» σε όλα.

Με τον συγκάτοικό σου μπορεί και να μην ιδωθείτε καν όλη μέρα, ακόμα κι αν βρίσκεστε κι οι δύο μέσα στο ίδιο σπίτι. Να ‘ναι ο καθένας στο δωμάτιό του και, αν τύχει, να μιλήσετε μόνο για το αν θα παραγγείλετε μαζί να φάτε, γιατί μπορεί να μην πιάνει την ελάχιστη χρέωση μόνος του. Απ’ την άλλη, με τον άνθρωπο που συζείς αποζητάς κοινές ώρες μόνο για τους δυο σας, κι ας έχει ο καθένας τον χώρο του τις στιγμές που το χρειάζεται. Θέλετε να κάθεστε μαζί στον καναπέ, να μαγειρεύετε, να χουζουρεύετε παρέα, να νιώθετε ενεργά την παρουσία του άλλου.

Όταν συγκατοικείς, ενημερώνεις πως το βράδυ θα περιμένεις μερικούς φίλους κι αν θέλει κι ο άλλος να μείνει, είναι ευπρόσδεκτος -αν δεν είναι μέρος της παρέας. Όταν συζείς, καλείτε μαζί φίλους και γίνεστε μία μεγάλη παρέα.

«Μένω μαζί» σημαίνει πως μοιράζομαι τη ζωή μου και την καθημερινότητά μου. «Συζώ» θα πει πως ο σύντροφός μου αποτελεί κομμάτι της μέρας μου κι αυτό είναι κάτι που το έχω επιλέξει και χαίρομαι γι’ αυτό. Συμβίωση θα πει κοινά όνειρα, θα πει μαζεύουμε μαζί χρήματα σ’ έναν κουμπαρά ­–κι όχι ο καθένας μόνος του–  για να πάμε εκείνο το ταξίδι που θέλουμε ή να πάρουμε πιο άνετο καναπέ.

Η συγκατοίκηση είναι πάντα μια καλή ιδέα, ακόμα και για τους μοναχικούς ανθρώπους. Έχεις τον χώρο σου αλλά κι ένα ακόμα πλάσμα μες στα ίδια τετραγωνικά, να του χτυπήσεις την πόρτα, άμα χρειαστείς κάτι. Η συμβίωση, απ’ την άλλη, αποτελεί μια δοκιμασία για τη σχέση, που είτε απομακρύνει είτε φέρνει –ακόμα πιο ουσιαστικά– κοντά ένα ζευγάρι. Καμία απ’ τις δύο δεν είναι εύκολη διαδικασία κι απαιτείται προσπάθεια κι υπομονή κι απ’ τις δύο μεριές.

Φυσικά, οι δύο έννοιες συχνά συγχέονται, κι αυτό δεν είναι κακό. Δεν είσαι υποχρεωμένος κάθε φορά που θέλεις να πεις ό,τι μένετε μαζί να σκέφτεσαι ποια είναι η σωστή λέξη. Σημασία έχει να ξέρετε οι δύο σας τι ισχύει.

 

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη