Κούκλες, κουβέρτες, μαξιλάρια, πετσετάκια ή λούτρινα αρκουδάκια είναι μερικά απ’ τα αγαπημένα αντικείμενα των μικρών παιδιών. Αντικείμενα μαλακά κι ελαφριά, που όλοι είχαμε αγκαλιάσει για να νιώσουμε σιγουριά κάποια στιγμή στη νηπιακή μας ηλικία. Τα κρατούσαμε σφιχτά στα χέρια μας, τα χαϊδεύαμε για να ηρεμήσουμε ή σκεπάζαμε το πρόσωπό μας με αυτά, που συνήθως είχαν μυρωδιά μαμάς κι άρα ασφάλειας. Ίσως να έγιναν η παρέα μας για να κοιμηθούμε μόνοι μας στο σκοτάδι ή η μόνη μας παρηγοριά όταν κανείς δεν μπορούσε να καθησυχάσει το παράπονό μας.

Μπορεί μεγαλώνοντας, παραμένοντας όμως στην παιδική μας ηλικία, τα αντικείμενα αυτά κάπως να άλλαξαν, να αποχωριστήκαμε ορισμένα, να προστέθηκαν κάποια άλλα. Κάτι που μας χάρισε ένα αγαπημένο πρόσωπο και το κρατήσαμε, για γούρι, για καλή τύχη, για σιγουριά.

Όπως κι αν βρέθηκε στα χέρια μας, το αντικείμενο αυτό ήρθε στη ζωή μας κι έμεινε εκεί. Όταν φοβόμασταν το σφίγγαμε στην αγκαλιά μας, δυσκολευόμασταν να το αποχωριστούμε και συχνά το κουβαλούσαμε μαζί μας σε βόλτες και ταξίδια. Δενόμασταν μαζί του, ήταν κάτι σαν φιλαράκι μας, του μιλούσαμε και του δίναμε χαζά ονόματα, που μόνο εμείς καταλαβαίναμε το νόημά τους, Αν το χάναμε, έστω και προσωρινά, αν έπεφτε πίσω απ’ τον καναπέ, φέρναμε την καταστροφή.

Αποτελούσε τη δικλίδα ασφαλείας μας για το «άγχος αποχωρισμού», όπως ονομάζεται απ’ τους ειδικούς, του αποχωρισμού απ’ τους γονείς μας και κυρίως απ’ τη μητέρα μας. Απ’ τη δική τους αγκαλιά, βρίσκαμε καταφύγιο στο παιχνίδι μας, μέχρι να σταθούμε μόνοι μας απέναντι στον κόσμο.

Μεγαλώνοντας, ήρθε σιγά-σιγά η στιγμή να το αφήσουμε πίσω μας. Είτε καταλάβαμε μόνοι μας πως δεν το χρειαζόμαστε για να νικήσουμε τους «κακούς», είτε νιώσαμε πως μεγαλώσαμε πια να τριγυρνάμε με ένα αρκούδι στο χέρι, είτε μας βοήθησαν οι γονείς μας να το συνειδητοποιήσουμε.

Είναι κι αυτό ένα πρώιμο στάδιο ενηλικίωσης. Αφήνοντας πίσω την πολύ μικρή μας ηλικία, με ό,τι αυτή περιλαμβάνει, προχωράμε σε ένα επόμενο στάδιο της ζωής μας. Όσο κι αν προχωρήσαμε, όμως, κι όσο κι αν δεν το χρειαζόμαστε πια για να μη φοβόμαστε το σκοτάδι, δε θέλουμε να το δούμε στα σκουπίδια κι (εγωιστικά) ούτε στα χέρια ενός άλλου παιδιού.

Κι ας μας ζάλιζε η μαμά μας να ξεκαθαρίσουμε τα πράγματά μας ανά καιρούς, αυτό πάντα, όσες σακούλες κι αν γέμιζαν με άχρηστα, έμενε σταθερά στη θέση του στο παιδικό μας δωμάτιο. Κι ας χάλασε, κι ας τρύπησε σε χίλιες μεριές κι ας ξέφτισαν τα χρώματά του. Μπορούσαμε να δώσουμε τα πάντα, από ρούχα, παιχνίδια κι αντικείμενα που χρησιμοποιούσαμε ακόμα, εκτός από αυτό.

Το θέλουμε εκεί, στο πάνω ράφι, πίσω-πίσω, μισοκρυμμένο πια∙ να μας θυμίζει την αγωνία που νιώθαμε χωρίς αυτό. Να θυμόμαστε –γελώντας πλέον– τα κλάματα όταν αποφάσιζαν να το πλύνουν κι έπρεπε να περάσουμε έστω κι ένα βράδυ μακριά του. Μας προσφέρει αναμνήσεις μιας ηλικίας που δε θέλουμε να ξεχάσουμε, αλλά δεν έχουμε και πολλά άλλα χειροπιαστά να μας την θυμίζουν.

Είναι πολύ δύσκολο να συνειδητοποιεί κανείς πως μεγάλωσε πια, αλλά δεν είναι κακό να κρατάμε μέσα μας ζωντανή την παιδικότητά μας. Εκείνη είναι, άλλωστε, που μας κάνει πιο αυθόρμητους, πιο θαρραλέους και πιο τρελούς για να αντεπεξέλθουμε στον κόσμο των μεγάλων.

Μπορεί να ‘ναι λίγες οι στιγμές στην ενήλικη ζωή μας που θα το αναζητήσουμε –αυτό και την ασφάλειά του– αλλά πάντα θα νιώθουμε μια ανακούφιση όταν επιστρέφοντας στο πατρικό και το παιδικό μας δωμάτιο ξέρουμε πως είναι εκεί. Στο μυαλό μας υπάρχει με το όνομα που του είχαμε δώσει τότε κι όσο κι αν μεγαλώσαμε μόνο η παιδική μας φαντασία θα μπορεί να το εξηγήσει.

Συντάκτης: Ζωή Χατζησαλάτα
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη