Ο έρωτας είναι η αφύπνιση της αδράνειας. Όταν η ζωή έχει μπει σε καταστολή κι όλα φαίνονται λίγο πιο σκούρα, λίγο πιο μαύρα, εκεί είναι που έρχεται ο έρωτας. Σε ξυπνάει, σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, σου δίνει νέα πνοή. Νέα πνοή στην οπτική σου, νέα διάσταση στη ζωή σου. Σου κάνει τη μέρα λίγο πιο φωτεινή, τη νύχτα λίγο πιο χρωματιστή. Όλα αρχίζουν να αποκτούν νόημα και τότε καταλαβαίνεις τον κόσμο των ερωτευμένων που μέχρι πρόσφατα χλεύαζες.

Ερωτεύεσαι και σε ερωτεύονται. Το νιώθεις, το αισθάνεσαι και είσαι στα καλύτερά σου. Αρχίζεις να χαράζεις -ή μάλλον να χαράζετε- μια νέα πορεία. Ξεκινάτε μια κοινή ζωή με τον σύντροφό σου και σ ’αρέσει. Σου αρέσει η ρουτίνα σας, να περιμένεις να σχολάσει από τη δουλειά, να σε περιμένει ξαφνικά κάτω από τη δική σου. Ζεις για την πίτσα στον καναπέ, για τα φιλιά τις Κυριακές το πρωί, για το «θα βάλω να φάω, να σου βάλω;». Δίνεις νόημα σε στιγμές κι όνομα σε καταστάσεις.

 

 

Μέχρι να τελειώσει το ημίχρονο. Μετά έρχονται οι πρώτες προστριβές και οι πρώτες συγκρούσεις. Μικροί τσακωμοί, μεγαλύτεροι, σημαντικοί και λιγότερο, κάνουν την εμφάνισή τους κι εσύ (όπως και το ταίρι σου σίγουρα) αρχίζεις να αναρωτιέσαι «Τι στο καλό συμβαίνει». Ενοχικό σύνδρομο σε κατακλύζει και σπας το κεφάλι σου να δεις πού φταις, τι έκανες λάθος, τι μπορείς να διορθώσεις. Σκέφτεσαι πώς να αλλάξεις τα πράγματα κι όλη αυτή η αγωνία οδηγεί σε νέο στρες και συγκρούσεις. Κι αντί τα πράγματα να φτιάχνουν, οδυνηρά κι αργά καταστρέφονται.

Δημιουργείται χάσμα ανάμεσά σας, χάσμα επικοινωνίας, επαφής νοητικής, πνευματικής αλλά και σωματικής. Δε μιλάτε κι αν γίνει θα είναι με ένταση, δεν κάνετε τον ίδιο έρωτα κι αν γίνει θα είναι για εκτόνωση και μόνο. Η γλυκιά ρουτίνα που απολαμβάνατε μαζί έχει μετατραπεί στον εφιάλτη στον δρόμο με τις λεύκες και η καθημερινότητα έχει αφήσει στην άκρη τα γέλια και τις χαρές κι απαρτίζεται πια κυρίως από νεύρα, κλάματα και συνεχείς εντάσεις. Μέχρι που συνδυαστικά φτάνουν στο απόγειο φέρνοντας το τρομακτικό «θέλω να μιλήσουμε».

Συζήτηση που κάνεις πρόβες για το τι θα πεις, ετοιμάζεις σκηνικά στο μυαλό σου που συνοδεύονται από αντιδράσεις, αγχώνεσαι ιδρώνεις ξε-ιδρώνεις ώσπου να συμβεί. Ξέρεις ουσιαστικά ποιο είναι το πρόβλημα, από πού πηγάζει, απλώς απέφευγες να το δεις, να το δηλώσεις. Κι αυτό δεν είναι άλλο από το ότι δεν μπορείτε πια να δώσετε ό, τι θέλει ο άλλος, δε θέλετε πια τα ίδια πράγματα.

Δεν είναι πως κάποιος έπαψε να αγαπά, ότι από κάποιον έφυγε ο έρωτας ή ότι μπήκε άλλο πρόσωπο. Υπάρχουν αισθήματα, όμως αυτό που παύει να υπάρχει είναι συγχρονισμός. Οι διαστάσεις σας δε συμβαδίζουν. Βρίσκεις τον εαυτό σου να μην μπορεί να δώσει στον σύντροφό του ό,τι θέλει, το ίδιο κι εκείνος. Οι τροχιές σας που κάποτε ήταν αρμονικές, τώρα τραβάνε γι’ αλλού. Νιώθει ο καθένας πως έχει όσα θέλει αλλά πάλι κάτι του λείπει. Αισθάνεται πως δεν μπορεί να είναι ο άνθρωπος που θέλει το ταίρι του να είναι. Επιθυμεί ενδεχομένως την ελευθερία του, έχει τάσεις φυγής.

Αυτό το κενό που νιώθει αρχίζει και φαίνεται στο σύντροφό του και όχι δια μαγείας. Δεν ασχολείται και πολύ με τη σχέση του, δε δίνει χρόνο στο ταίρι του, στις στιγμές τους. Αρχίζει να απομακρύνεται χωρίς βέβαια να έχει καμία ιδιαίτερη διάθεση να το συζητήσει κιόλας καθώς δεν το καταλαβαίνει. Έχει μεταφερθεί σε μια άλλη διάσταση που το μεταξύ τους δεν του φτάνει πια, δεν τον γεμίζει και θέλει κάτι παραπάνω, ενώ εμμέσως ξεσπά γιατί δεν καλύπτεται και δεν καλύπτει.

Ο άνθρωπος από τη φύση του και τον κόσμο όλο να του δώσεις στα πόδια του, κάτι θα θέλει παραπάνω και πάντα κάτι θα του λείπει. Ο έρωτας δε θα μπορούσε να απουσιάζει από την εξίσωση αυτή.  Κανένας δεν πρέπει να συμβιβάζεται κι ούτε αξίζει μια καταπίεση για μια ενδεχόμενη διατήρηση μιας σχέσης που ούτως ή άλλως δεν πάει άλλο. Αξίζει να μένει κανείς εκεί που θέλει και να φεύγει από εκεί που δεν μπορεί άλλο. Αρκεί να μπορεί να το δει πριν φθαρεί εντελώς ο ίδιος αλλά και το ταίρι του.

 

Συντάκτης: Μυρτώ Ανδρεαδάκη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου