Το τέλος ενός έρωτα είναι η αρχή της ζωής. Την πραγματική αρχή δεν τη θυμόμαστε. Έτσι τα κανόνισαν που τη στιγμή που γεννιόμαστε δεν τη νιώθουμε, δεν την αποθηκεύουμε, δεν τη βιώνουμε. Είναι λες και δεν έγινε ποτέ. Αν έπρεπε, λοιπόν, να μαντέψω και να φανταστώ πώς θα ήταν αυτή η στιγμή, στον χωρισμό θα πήγαινε ο νους μου.

Γυμνός, κενός, φοβισμένος κι αβέβαιος. Λες και ξαναγεννήθηκες σε έναν κόσμο αφιλόξενο με αισθήσεις κι αισθήματα που δεν ξέρεις πώς να τα ταξινομήσεις, να τα ονομάσεις, να τα νιώσεις. Το κλάμα είναι η απάντηση σε όλα και γύρω σου μια θολούρα, ένα χάος κι ένα τρέμουλο. Τα πρόσωπα που σε περιτριγυρίζουν μοιάζουν με ενόχληση, ο ίδιος σου ο εαυτός με βάρος κι οι σκέψεις σου ανούσιες, μπερδεμένες, σκοτεινές.

Ένας άνθρωπος που ό,τι ήξερε, το ήξερε μέσα απ’ το πρίσμα της σχέσης του και που τώρα καλείται να ξαναγεννηθεί, να τα μάθει όλα απ’ την αρχή. Τα απλά, τα αυτονόητα, τα καθημερινά.

Σου είχαν πει πως ο χρόνος είναι ο καλύτερος γιατρός κι ήρθε η στιγμή να μάθεις πως είχαν δίκιο. Κάθε μέρα μακριά από ‘κείνο το πρόσωπο, έκανες πρόοδο. Μικρή, μηδαμινή, λιλιπούτεια μα σημαντική. Ένα λεπτό λιγότερο να τον σκεφτόσουν τον άλλο, ένιωθες δυνατός. Ήταν και μέρες που φανταζόσουν το μέλλον χωρίς αυτόν κι ήταν ένα Σάββατο, τις προάλλες, που κατάφερες να το περάσεις χωρίς να ρωτήσεις «Γιατί;».

Χρόνο θέλουν αυτά τα πράγματα, όχι απαντήσεις. Χρόνο να ξεχάσεις και χρόνο να γίνουν η πίκρα, η απογοήτευση κι ο καημός, αναμνήσεις κι όχι καθημερινές αισθήσεις.

Καλά τα πήγαινες μέχρι που ήρθε εκείνη η στιγμή, που όσες φορές κι αν τη φαντάστηκες, ήξερες πως απροετοίμαστο θα σε βρει. Η πρώτη φορά μετά την τελευταία. Η πρώτη φορά που είδες τον κάποτε άνθρωπό σου μετά την τελευταία σας συνάντηση.

Βράδυ ήταν, πανέμορφο και γοητευτικό. Από αυτά που σε κάνουν να χαμογελάς σαν έφηβος σε πρώτο ραντεβού, κοιτάζοντας τον ουρανό. Συναυλία σε ανοιχτό χώρο, τραγούδια να σου χαϊδεύουν το μυαλό, ένα φεγγάρι όλο νάζια και το αυγουστιάτικο αεράκι να σε κάνει να νιώθεις ζωντανός, μετά από καιρό.

Κάπου εκεί, ανάμεσα στα όμορφα τραγούδια και την ερωτεύσιμη ζωή, ένα βλέμμα απ’ το πουθενά ήρθε να δώσει στην ιστορία μας μια απρόσμενη τροπή. Ο άνθρωπος εκείνος. Ανάμεσα στο πλήθος. Να σε κοιτάζει.

Το θέατρο κατάμεστο, δεν έπεφτε καρφίτσα. Με το που κλείδωσαν τα βλέμματά σας όμως, αν η καρφίτσα έπεφτε, θα ακουγόταν. Τόση σιωπή δεν είχες νιώσει ποτέ στη ζωή σου. Μόνο την αναπνοή σου άκουγες. Την άρρυθμη κι ακανόνιστη αναπνοή σου. Η ένταση της στιγμής μεταφράστηκε σε μια εσωτερική υγρασία που ‘ψαχνε διαφυγή απ’ τα μάτια σου κι η θερμοκρασία του κορμιού σου ανέβαινε με κάθε δευτερόλεπτο που επέμενες να κοιτάζεις τα μάτια εκείνα, που χάθηκες μέσα τους τόσες βραδιές, που πίστεψες τόσες φορές, που ορκίστηκες να προσέχεις για χίλιες ζωές.

Όλη η πρόοδος που είχες κάνει, κακόγουστο αστείο σου φαινόταν. Το κορμί σου παραδόθηκε στη στιγμή, μην μπορώντας να ακολουθήσει τις παροτρύνσεις για το τι είναι σωστό, τι πρέπει να κάνεις για το δικό σου το καλό. Προσπάθησες να τα θάψεις όλα, να τα βάλεις πίσω σου, να μην τα σκέφτεσαι, να εκπαιδεύσεις το μυαλό σου να πιστεύει πως ο άλλος δεν υπάρχει. Δε μιλάτε, δεν τον βλέπεις. Όλα καλά θα πάνε.

Έλα, όμως, που η ζωή δε συμφωνεί.  Μια συναυλία ήταν αρκετή να καταλάβεις πως ο έρωτας δεν περνά με τον καιρό. Ο πόνος του χωρισμού είναι διαχρονικός. Η πληγή ποτέ δεν κλείνει, απλά μαθαίνεις να ζεις με το τραύμα.

Δε θυμάσαι πόσο κράτησε αυτή η ματιά. Μπορεί να ήταν δευτερόλεπτα, μπορεί να ήταν και λεπτά. Αυτό που θυμάσαι είναι η συνέχεια που σε ‘καψε σαν βαθιά γρατζουνιά.

Σου χαμογέλασε. Ένα χαμόγελο πλατύ κι αποφασιστικό. Ένα χαμόγελο που έγραφε το τέλος διάπλατα, οριστικά. Ένα χαμόγελο φιλικό. Λες και δε συμβαίνει τίποτα. Από αυτά που λένε «Σ’ αγαπώ, αλλά…». Που ψιθυρίζουν «Σ’ αγαπώ ως άνθρωπο, θέλω να ‘σαι πάντα καλά, μα θα σε παρακολουθώ από μακριά».

Εσύ δεν ξέρεις ακόμα τι ύφος μπορεί να είχες εκείνη τη στιγμή. Χαμόγελο πάντως δεν ήταν. Τα μάτια σου βουρκωμένα, τα χείλη σου μουδιασμένα, το μυαλό ζαλισμένο και το κορμί σου αδύναμο, ευάλωτο, πανικοβλημένο.

Η συναυλία τελείωσε, ο κόσμος σηκώθηκε κι η στιγμή διακόπηκε. Δε θυμάσαι τον εαυτό σου να περπατά στο αυτοκίνητο. Δε θυμάσαι πώς έφτασες σπίτι. Το μόνο που θυμάσαι είναι το κλάμα που έριξες στο κρεβάτι, κουλουριασμένος στην ασφαλή εμβρυακή στάση. Ξέρεις, όπως τα βρέφη που μόλις γεννιούνται.

Ένα κλάμα μιας καινούργιας ζωής. Ένα κλάμα που σου θύμισε πως πρέπει να ξαναγεννηθείς.

 

 

 

Συντάκτης: Αντώνης Καζούλης
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη