«Σέβομαι». Μία λέξη με βαρύνουσα σημασία, που τη γνωρίζουμε πολύ καλά. Όλοι οι άνθρωποι είναι ξεχωριστοί και μοναδικοί. Αυτή η διαφορετικότητα είναι που κάνει σημαντικό τον καθένα από εμάς στην κοινωνία, με αλλιώτικο ρόλο και σκοπό. Όταν συνειδητοποιήσουμε τι ξεχωριστό έχουμε απ’ τους άλλους, τότε ξεκινάμε να σεβόμαστε τον εαυτό μας και να τον αγαπάμε. Επειδή ο σεβασμός εμπεριέχει και την αγάπη. Και κάπου εκεί αποδεχόμαστε τη διαφορετικότητα όλων των ανθρώπων και μαθαίνουμε να τους σεβόμαστε. Ο σεβασμός θα λέγαμε ότι είναι τρόπος ζωής.

Λιγότερο ή περισσότερο, όλοι μας ήρθαμε αντιμέτωποι με ασεβείς και περιφρονητικές συμπεριφορές άλλων ανθρώπων προς το πρόσωπό μας -συνάδελφοι, εργοδότες, απλοί γνωστοί, φίλοι, συγγενείς κι ερωτικοί σύντροφοι που δε μας εκτίμησαν. Απογοητευτήκαμε, νευριάσαμε, στενοχωρηθήκαμε, πονέσαμε, αισθανθήκαμε να μας πνίγει το δίκιο. Κι εκεί αρχίσαμε ν’ αναρωτιόμαστε τον λόγο που ενώ προσπαθούμε να τους ικανοποιούμε όλους, σεβόμενοι τα «θέλω» και τις ανάγκες τους, αυτοί μας περιφρονούν. Ποιο λάθος κάνουμε; Φταίμε εμείς; Ο σεβασμός τελικά κερδίζεται, διαπραγματεύεται ή επιβάλλεται; Τι απ’ όλα αυτά;

Πόσες φόρες δείξαμε ανοχή σε συμπεριφορές άλλων, που μας έθιξαν; Κάπου πιστέψαμε ότι με την ανοχή μας, εκείνοι θα κατανοήσουν το λάθος τους, θα εκτιμήσουν την προσπάθειά μας και θ’ αλλάξουν τον τρόπο τους. Φυσικά αυτό δεν έγινε ποτέ. Επειδή η εκτίμηση κι ο σεβασμός είναι έννοιες αλληλένδετες, που προϋποθέτουν η μία την ύπαρξη της άλλης. Όμως εμείς δεν το βάζαμε κάτω. Συνεχίζαμε να προσπαθούμε με κάθε τρόπο να κερδίσουμε τον σεβασμό τους. Ανεπιτυχώς και πάλι. Επειδή ο σεβασμός δεν κερδίζεται, αν ο άλλος δε θέλει να στον προσφέρει. Και τότε το μικρόβιο της εκδίκησης εμφανίζεται και ριζώνεται μέσα μας. Τρωγόμαστε να βρούμε τον τρόπο που θα τους μειώσει και θα τους πονέσει, όπως ακριβώς νιώσαμε με τη δική τους συμπεριφορά.

Αφού δε μας σέβονται, να τους κάνουμε να μας φοβούνται; Ο φόβος∙ ένα βασικό ανθρώπινο συναίσθημα, που αναπτύσσεται μπροστά στον κίνδυνο απειλής. Φαντάζει στο μυαλό μας ως μόνη λύση, που θα επιφέρει το επιθυμητό αποτέλεσμα: να τους επιβάλλουμε να μας σέβονται. Προκαλούμε τον φόβο τους, μ’ όποιον τρόπο μπορούμε, ό,τι κι αν σημαίνει αυτό… Κι έτσι το παιχνίδι αλλάζει· δε μας εξουσιάζουν πια, εμείς είμαστε αυτοί που τους εξουσιάζουμε.

Ωραία, λοιπόν, πράγματι, το καταφέραμε. Εμείς που υποστηρίζουμε ότι εκτιμούμε την προσωπικότητα των άλλων, τις ανάγκες και τα «θέλω» τους, που σεβόμαστε τη διαφορετικότητά τους, χρησιμοποιώντας ανήθικους τρόπους, προκαλέσαμε τον φόβο τους! Και τώρα τους εξουσιάζουμε. Τι καταφέραμε; Να γίνουμε ίδιοι μ’ εκείνους. Να χάσουμε τον αυτοσεβασμό μας.

Αυτοί που δε φοβούνται τους ανθρώπους, δεν έχουν ανάγκη να τους εξουσιάζουν. Επειδή «εξουσιάζω» σημαίνει «ελέγχω». Κι «ελέγχω» σημαίνει ότι «έχω τη δύναμη να κάνω ό,τι θέλω». Όταν όμως ελέγχω, δε σέβομαι. Ποιο είναι, λοιπόν, το αποτέλεσμα; Εξισωνόμαστε μ’ εκείνους που βλέπουμε εχθρούς μας. Και στο τέλος, τι κερδίζουμε; Ενώ το μόνο που θέλαμε ήταν να μας σέβονται, τώρα μας φοβούνται. Άρα αυτό που επιθυμούσαμε αρχικά, δεν το πετύχαμε. Και σίγουρα δε νιώθουμε καλά με τον εαυτό μας. Επειδή ο σεβασμός δεν επιβάλλεται με κάποιο τρόπο, ούτε με τον φόβο.

Τότε τι κάνουμε, όταν δε θέλουμε για διάφορους λόγους ν’ απομακρυνθούμε απ’ τους ανθρώπους αυτούς; Τους μιλάμε έξω απ’ τα δόντια. Επειδή δεν έχουμε ν’ αποδείξουμε τίποτα και σε κανέναν. Δε φοβόμαστε και δεν κρύβουμε ό,τι νιώθουμε, γιατί γνωρίζουμε ποιοι ακριβώς είμαστε. Αρκεί πρώτα να συνειδητοποιήσουμε ότι όταν προσφέρουμε άνευ όρων τον εαυτό μας σ’ εκείνους που δε μας σέβονται, προσφέρουμε κομμάτια μας που δε θα τα πάρουμε ποτέ πίσω. Ουσιαστικά τους τα χαρίζουμε. Κι αν εκείνοι συνεχίζουν την ίδια ασεβή συμπεριφορά, τότε πρέπει να φύγουμε. Χωρίς δεύτερες σκέψεις. Ούτε καν πρώτες!

Φεύγουμε, δίχως να κοιτάμε πίσω. Επειδή ο σεβασμός δε διαπραγματεύεται. Επειδή δε φοβόμαστε τη μοναξιά και μπορούμε να σταθούμε στα δικά μας πόδια. Γνωρίζουμε ότι κανένας μας δεν είναι αλάνθαστος. Αποδεχόμαστε τα λάθη και τις αδυναμίες των άλλων κι επιθυμούμε να κάνουν κι εκείνοι το ίδιο για εμάς. Κι επειδή αναγνωρίζουμε τη διαφορετικότητα των ανθρώπων, είμαστε σε θέση ν’ αποδεχθούμε ότι δε φέρονται όλοι όπως εμείς -όσο κι αν αυτό πονάει.

Όταν υπάρχει αυτοσεβασμός, τότε η αποχώρηση γίνεται πιο εύκολη. Ίσως, τελικά, το να απομακρύνεσαι  απ’ όσους δε σ’ εκτιμούν, είναι κι ένας σωστός τρόπος να τους κάνεις να σε σεβαστούν.  Δίχως κακίες, απειλές και προκλήσεις. Η σιωπή είναι που κάνει τον μεγαλύτερο θόρυβο, τον πιο εκκωφαντικό.

«Αφού δε με σέβεσαι καλύτερα να με φοβάσαι.»; Ας το θέσουμε αλλιώς.

«Δε θέλω να με φοβάσαι. Αυτό που θέλω είναι να με σέβεσαι.»

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη