Το να είσαι γονέας είναι ένα απαιτητικό επάγγελμα. Ίσως γιατί το να μεγαλώνεις τα αθώα αυτά πλάσματα, προσπαθώντας απ΄ τη μια να αποκωδικοποιήσεις τα συναισθήματα και τις επιθυμίες τους κι απ΄ την άλλη να τα προετοιμάσεις για τη μετάβασή τους στην ενήλικη ζωή, είναι το πιο δύσκολο πράγμα στον κόσμο. Όμως, ταυτόχρονα, είναι και το πιο όμορφο. Πολλοί γονείς τα καταφέρνουν. Κάποιοι άλλοι αποτυγχάνουν. Όχι, επειδή δεν τ΄ αγαπούν. Απλώς κι οι ίδιοι δεν έλαβαν απ΄ τους δικούς τους γονείς όλα όσα είχαν ανάγκη, ως παιδιά. Σε συναισθηματικό επίπεδο, φυσικά. Η σχέση τους δεν ήταν ακριβώς αυτή που αρμόζει σε γονέα προς το παιδί του. Αλλά μια σχέση μεταξύ δύο συντρόφων. Όσο παράλογο κι αν ακούγεται, δυστυχώς αποτελεί μία πραγματικότητα.

Στην ψυχολογία η κατάσταση αυτή ονομάζεται «συναισθηματική αιμομιξία» ή αλλιώς «κεκαλυμμένη αιμομιξία». Πρόκειται δηλαδή για το φαινόμενο κατά το οποίο ο γονέας που δεν μπορεί να ζητήσει και να βρει συναισθηματική υποστήριξη από το σύντροφό του, την αναζητά απ΄ το ίδιο του το παιδί. Ο ψυχολογικός αυτός όρος δεν πρέπει να συγχέεται με τη σεξουαλική κακοποίηση, που ΄ναι μια εντελώς διαφορετική περίπτωση. Για ν΄ αντιληφθούμε καλύτερα πώς λειτουργεί το φαινόμενο αυτό, θα εξετάσουμε κάποια παραδείγματα.

Βλέπουμε ένα γάμο, όπου υπάρχει απομάκρυνση των συζύγων εξαιτίας διαφόρων προβλημάτων, καμιά φορά απλών, καμιά φορά εξαιρετικά σοβαρών. Στην περίπτωση αυτή αντί οι δύο σύντροφοι-γονείς να προσπαθήσουν να επιλύσουν μόνοι τους το πρόβλημά τους ή με κάποιον ειδικό σύμβουλο, εναποθέτουν το ρόλο αυτό στα παιδιά τους. Επί της ουσίας στρέφονται σ΄ αυτά, όχι πάντοτε για ν΄ αναλύσουν μαζί τους τα όσα βιώνουν, αλλά για να λάβουν από ΄κείνα το συναίσθημα που τους λείπει από το σύντροφό τους. Γίνονται ιδιαίτερα προστατευτικοί κι ευάλωτοι με τα παιδιά τους, με αποτέλεσμα να αισθάνονται εξαρτημένοι από αυτά. Τους εκμυστηρεύονται τα προβλήματά τους, ζητούν τις συμβουλές τους, θέλουν να ΄ναι συνεχώς μαζί τους.  Τις περισσότερες φορές, μάλιστα, δεν συνειδητοποιούν αυτή τους την εξάρτηση, θεωρώντας ότι πρόκειται για κάτι απόλυτα φυσιολογικό. Και τι κάνουν; Χτίζουν «πάνω» στα παιδιά τους μία καινούργια συναισθηματική-συντροφική σχέση.

Ένα άλλο παράδειγμα είναι όταν οι δύο σύντροφοι βιώνουν ένα χωρισμό ή/και διαζύγιο. Σ΄ αυτές τις δύσκολες ψυχολογικά καταστάσεις, βλέπουμε πολλές φορές τον ένα γονέα να στρέφεται στο παιδί του και να συζητά μαζί του τα προβλήματα που οδήγησαν στο χωρισμό ή στο διαζύγιο. Μιλούν για την απιστία που ενδεχομένως βίωσαν ή για την αδιάφορη συμπεριφορά του μπαμπά ή της μαμάς, μέσα στη σχέση. Δε διστάζουν να υπονομεύσουν ο ένας τον άλλον, βάζοντας το παιδί στη μέση ή ακόμα και ζητώντας απ΄ αυτό να λάβει το μέρος του ενός γονέα. Επειδή έτσι θα νιώσουν την ασφάλεια και τη συναισθηματική στήριξη, που δε βίωσαν στη συζυγική τους σχέση.

Κι οι δύο αυτές περιπτώσεις καταλήγουν σ΄ ένα και μόνο αποτέλεσμα· αντί οι γονείς να επιδιώξουν την ικανοποίηση της επιθυμίας τους για αγάπη, συντροφικότητα, ζεστασιά, έρωτα -στην πνευματική του, βέβαια, υπόσταση- μέσα από άλλους ενήλικες, το κάνουν μέσα απ΄ το παιδί τους. Έτσι ασυνείδητα ενηλικιώνεται πρόωρα και «βίαια» μία αθώα, ανήλικη ψυχή. Ένας τρίτος, που ίσως γινόταν μάρτυρας μιας τέτοιας συμπεριφοράς, να μην την αντιλαμβανόταν ως αρνητική. Αντίθετα θα σκεφτόταν πόσο όμορφο είναι να βλέπεις τους γονείς να φέρονται στα παιδιά τους, σαν να ΄ναι οι κολλητοί τους φίλοι. Όμως αυτό και μόνο δείχνει την παντελή απουσία των ρόλων του πατέρα και της μητέρας στην οικογένεια. Επειδή, ασυνείδητα, αντί να ΄ναι οι γονείς των παιδιών τους, επιδιώκουν να γίνουν οι σύντροφοί τους.

Ασφαλώς οι συνέπειες της «συναισθηματικής αιμομιξίας» στην ψυχολογία του παιδιού και την ανάπτυξη της προσωπικότητάς του είναι εξαιρετικά δυσμενείς. Βλέπουμε ένα παιδί που δίχως να ζητά την ενηλικίωση, άθελά του την αναλαμβάνει. Ένα παιδί που ενώ διψάει να λάβει από τους γονείς του αγάπη, προστασία κι αγκαλιές, καταλήγει να τους τα προσφέρει μόνο εκείνο. Ένα παιδί που νιώθει ευθύνη επειδή πρέπει να στηρίξει τη μαμά ή τον μπαμπά. Αλλά παράλληλα κουβαλά μέσα του ενοχές, όταν επιθυμεί να καλύψει μια δική του ανάγκη. Παγιδεύονται μέσα σε μια ψευδαίσθηση δύναμης και απελπισίας. Το ανήλικο χάνει την παιδική του ηλικία, καθώς μετατρέπεται σε σύντροφος του γονέα του. Φυσικά οι σχέσεις που το ίδιο θα δημιουργήσει στην ενήλικη ζωή του θα είναι εξίσου νοσηρές. Επειδή μέσα απ΄ αυτές δε θα μπορεί να ικανοποιήσει τις δικές του ανάγκες. Θα δυσκολεύεται να θέτει όρια, ενώ θα συνεχίσει να τυραννιέται από τις ενοχές που κουβαλά από την παιδική του ηλικία.

Η σχέση των γονέων με τα παιδιά είναι ευλογία. Είναι ένας δεσμός που δεν κόβεται. Όμως στις υγιείς σχέσεις τον κύριο ρόλο θα ΄χει πάντοτε η συναισθηματική υποστήριξη των παιδιών από τους γονείς. Όχι το αντίθετο. Άλλωστε δεν είναι δουλειά των παιδιών να θεραπεύουν τη μαμά ή τον μπαμπά τους.

Συντάκτης: Ελίζα Κωνσταντινίδου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου