Η δημόσια εκφορά λόγου αποτελεί ένα θέμα-φωτιά, το οποίο απασχολεί τα τελευταία χρόνια τώρα αρκετά την κοινή γνώμη. Γύρω μας παρατηρείται διαρκώς η πάλη κάποιων ανθρώπων, οι οποίοι προσπαθούν λυσσαλέα να αποκτήσουν ένα βήμα προκειμένου να εκφραστούν με τον οποιονδήποτε τρόπο. Καλλιτέχνες, πολιτικοί, δημοσιογράφοι και πολλοί άλλοι λαμβάνουν καθημερινά μέσω της πένας ή των λεγομένων τους θέση απέναντι σε γεγονότα της επικαιρότητας, αλλά και θέματα γενικότερου κοινωνικού προβληματισμού. Ενώ, όμως, παλαιότερα το προνόμιο αυτό κατείχε μόνο μια αρκετά πιο περιορισμένη μερίδα ανθρώπων, η χρήση των social media έχει δώσει πλέον (σε όποιοιν χειρίζεται τη νέα τεχνολογία σε ένα βασικό επίπεδο, τουλάχιστον) την ικανότητα να διατυπώνει την άποψή του άμεσα, ελεύθερα και μετά παρρησίας, απευθυνόμενος σε ένα μικρότερο ή μεγαλύτερο ακροατήριο.

Ως εδώ, όλα καλά. Βλέπουμε πως ο λόγος μας επί παντώς του επιστητού βρίσκει χώρο για να ακουστεί και να καταστεί προσβάσιμος από ένα κοινό και -ίσως- να βρει κάποιους ανθρώπους σύμφωνους. Ο λόγος (γραπτός ή προφορικός) έχει το χάρισμα να επικοινωνεί συναισθήματα και απόψεις, να διαμορφώνει γνώμες και να εγείρει αντιδράσεις απέναντι στα κακώς κείμενα και γενόμενα καθεστώτων, προσωπικοτήτων και εποχών.

Μέχρι εδώ και πάλι όλα καλά. Είναι σημαντικό να καταλάβουμε πως ο λόγος μας (ειδικά όταν εκφράζεται από ένα δημόσιο βήμα) έχει βαρύτητα. Δεν έχει σημασία αν αποδέκτης μας είναι ένα μικρό ή μεγάλο κοινό. Δεν έχει σημασία, επίσης, ποιο μέσο διαλέγουμε για να εκφραστούμε -the pen is mightier than the sword- και φυσικά, δεν πρέπει να ξεχνάμε τη γλώσσα, που κόκαλα δεν έχει και κόκαλα τσακίζει, όπως λέει και ο θυμόσοφος λαός. Τα προβλήματα αρχίζουν όταν η πένα και η γλώσσα γίνονται λοστοί και διαλέγουν να τσακίσουν κόκαλα με χτυπήματα κάτω από τη μέση. Με άλλα λόγια, το δράμα ξεκινά όταν η δημόσια εκφορά λόγου γίνεται χωρίς σεβασμό απέναντι στο αντικείμενο σχολιασμού, με σκοπό να προσβάλει πρόσωπα, καταστάσεις και ιδανικά.

Τα βλέπουμε γύρω μας. Ζουν και αναπνέουν ανάμεσά μας πάμπολλα παραδείγματα δημοσίων ομιλητών που, κατά τη δημόσια έκφραση της άποψής τους, προτίμησαν την «πιπεράτη σάλτσα» έναντι της αλήθειας, το στεγνό και κυνικό χλευασμό έναντι των διατυπωμένων με σεβασμό επιχειρημάτων και τον εξευτελισμό και την κατινιά έναντι της αξιοπρέπειας.

Συχνά δεν αντιλαμβανόμαστε τη βαρύτητα όσων λέμε. Δεν μπορούμε να συλλάβουμε τι μεγάλο αντίκτυπο μπορούν να έχουν τα λόγια μας στους άλλους και πως μπορούν να λειτουργήσουν και να σκάσουν είτε στις πλάτες τρίτων είτε στα μούτρα μας. Δυστυχώς, το κράξιμο και ο σεβασμός πουλάει, εισπράττοντας συχνά πανηγυρισμούς γηπεδικού τύπου από την κοινή γνώμη. Και μετά σιωπή. Γιατί κανέναν δεν ενδιαφέρει το μισοσπαραγμένο κουφάρι στην αρένα της κοινής γνώμης. Γιατί «δεν είναι δικό μας πρόβλημα». Γιατί «το ‘θελε το κράξιμό του, γυρεύοντας πήγαινε».

Σας θυμίζουν κάτι αυτές οι ατάκες; Βγαίνεις στο βήμα σου και μιλάς. Και είναι τα λόγια σου παχιά, βρώμικα, γεμάτα κακεντρέχεια και διάθεση εξευτελισμού προς τον κακώς εννοούμενο «αδύναμο», αφού μόνο εκεί σε παίρνει. Μετά καταλαβαίνεις (the hard way, συνήθως) τι έκανες και αρχίζεις τις συγγνώμες. Το θύμα του θύματος των λόγων σου, όμως, βρίσκεται εκεί, μπροστά σου, ξεσκισμένο από τα λιοντάρια. Αν η συνείδησή σου λειτουργούσε, θα ζούσες με τις τύψεις ότι έκανες σε κάποιον περισσότερο κακό απ’ όσο μπορούσες να φανταστείς. Τώρα σε νοιάζει απλά να περισώσεις τη δική σου εικόνα στα μάτια της κοινής γνώμης.

Όχι, φίλε μου. Η από σεβασμό διακατεχόμενη δημόσια έκφραση της γνώμης σου δεν είναι κάτι που υπόκειται στη διακριτική σου ευχέρεια. Είναι αυτονόητη ευθύνη, που έρχεται μαζί με το δικαίωμά σου για ελευθερία και παρρησία. Την επόμενη φορά, λοιπόν, που θα ετοιμαστείς να μιλήσεις δημόσια για κάποιο (ευαίσθητο ή μη) θέμα, επεξεργάσου τα λόγια σου δυο και τρεις φορές, μέχρι να σιγουρευτείς πως δεν προσβάλεις και δεν εκθέτεις κανέναν.  Ας μείνουν πεινασμένα μια φορά τα λιοντάρια της αρένας  που ακούει στο όνομα «κοινή γνώμη».

Μη δίνεις άλλο για βορά τους τον «αδύναμο».

 

Συντάκτης: Έλενα Καργοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου