Αν κάτι έχει σημαδέψει την παιδική μου ηλικία, είναι ένα VW βανάκι άσπρου χρώματος και καφέ, γιαλαντζί δερματίνων καθισμάτων. Το πίσω μέρος ήταν κλειστό και η μηχανή ήταν καλυμμένη με μεταλλικό σκέπαστρο που χρησίμευε και σαν κάθισμα, καναπές, ή κρεβάτι.

Αυτό το βανάκι έχει χρησιμεύσει ως μέσο καθημερινής μεταφοράς ανθρώπων, σκυλιών, επαγγελματικών αντικειμένων, οπωροκηπευτικών, ζωοτροφών, και γαμήλιων πάρτι, κηδειών και μνημόσυνων. Ήταν όλα σε ένα και μεταμορφωνόταν σ’ ό,τι ήθελες.

Με το που έμπαινε το καλοκαίρι, ο αδερφός μου και εγώ μπαίναμε σε φάση θάλασσας κάθε μέρα, όλη μέρα. Μέχρι να έρθουν οι γονείς μας απ’ τη δουλειά, είχαμε βάλει μαγιό, μπρατσάκια και σωσίβια και είχαμε βγάλει ό,τι θα χρειαζόμασταν για πέντε μήνες διακοπών στη μέση της αυλής σε φάση βουναλάκι. Με το που τους βλέπαμε να φτάνουν, συνήθως ψόφιοι απ’ τη δουλειά, χοροπηδούσαμε πάνω-κάτω και φωνάζαμε ταυτόχρονα «θάλασσα-θάλασσα», ωσάν καταπιεσμένα Ινδιανάκια που εκλιπαρούσαν να βρέξει. Κι αφού μετά από έντονο παρακαλετό δε μας πήγαιναν πουθενά, γεμίζαμε κουβάδες και λεκάνες και πλατσούριζαμε, προσπαθώντας να πείσουμε τους εαυτούς μας ότι είναι εντάξει κι αυτό, ενώ μέσα μας νιώθαμε σαν τον Όλιβερ Τουίστ που μας είχαν εγκαταλείψει οι άσπλαχνοι γονείς μας.

Ένα καλοκαίρι λοιπόν, στα τέλη της δεκαετίας του ’80, ο πατέρας μου αποφάσισε να μεταμορφώσει το βανάκι σε «πολυτελές» τροχόσπιτο και να πάμε περιοδεία από τα παράλια της Χαλκιδικής μέχρι του Πηλίου.

Αφού ολοκληρώθηκε η τελετουργία του φορτώματος, ξεκινήσαμε. Εμείς ήδη με τα μαγιό και περιμένοντας πότε θα φτάσουμε. Η μητέρα μου με έναν μαγικό τρόπο παρουσίαζε μονίμως μπροστά μας νερά, σάντουιτς, και φυσικά φρούτα τα οποία τα καθάριζε μ’ ένα μαχαιράκι που κρατούσε στην τσάντα της.

Εν τω μεταξύ, εγώ ζαλιζόμουν και ο αδερφός μου κατουριόταν. Μεταξύ του «Μαρία στο είπα να πάρεις μια δραμαμίνη» και του «Γιάννη σε λίγο θα σταματήσουμε, κρατήσου» επικρατούσε ένα χάος που από μόνο του θα μπορούσε να αποτελέσει και σκηνή από ταινία του Περάκη και σίγουρα μια κλασσική εικόνα της μέσης Ελληνικής οικογένειας αλά οικογένεια Γκριζγουλντ, αν εξαιρέσεις ότι δεν είχαμε χημική τουαλέτα και τον παππού με το περουκίνι.

Όταν επιτέλους φτάσαμε στον προορισμό μας, μετά από άπειρες στάσεις για κατούρημα, τέντωμα, φαΐ και φωτογραφίες, ήταν μαύρη πίσσα σκοτάδι και κάπου εκεί κοντά στη Σιθωνία, κάτω από ένα δέντρο, πάρκαραμε καικοιμηθήκαμε. Το πρωί, απ’ τα άγρια χαράματα, εγώ και ο αδερφός ξυπνήσαμε κι αρχίσαμε το γνωστό «θάλασσα-θάλασσα» και φυσικά δεν τους έπαιρνε με τίποτα να μην πάμε.

Με τα πολλά φτάσαμε στην πολυπόθητη παραλία όπου φυσούσε σαν να ήταν Νοέμβριος, αλλά και μόνο το ξεφόρτωμα από μπρατσάκια, σωσίβια, καρέκλες, ομπρέλες και καρπούζια ήταν αρκετό για να μας κρατήσει στην παραλία μέχρι το τέλος του καλοκαιριού. Μπήκαμε στο νερό σαν να μην είχαμε δει ποτέ θάλασσα στη ζωή μας και δε βγήκαμε μέχρι που γίναμε μπλε.

Η μεσημεριανή επιστροφή έγινε με χίλια ζόρια κι όταν οι γονείς μας κοιμήθηκαν, ο αδερφός μου κι εγώ το σκάσαμε και πήγαμε μόνα μας στην παραλία. Χωρίς αντηλιακό, παίζαμε στην άμμο για τρεις ώρες κι όταν το πήραμε είδηση ήμασταν ήδη αστακοί, έτοιμοι για μακαρονάδα. Και παίρνουμε το δρόμο της επιστροφής προσπαθώντας να βρούμε τι θα πούμε. Βέβαια, αυτό το κόκκινο δεν κρύβεται και πολύ, όπως επίσης και το απίστευτο τσούξιμο. Έτσι λοιπόν το απόγευμα το περάσαμε κάτω από την τέντα, πασαλειμμένα με γιαούρτια και με τον πατέρα μου να βρίζει.

Και κάπως έτσι κύλησαν και οι επόμενες εφτά ημέρες, με στάση σε διαφορετική παραλία κάθε φορά, με καρπούζι και γιαούρτια, την τέντα να διπλώνεται και να μαζεύεται και το καμινέτο να μαγειρεύει λουκάνικα, αυγά και καφέδες. Πλέον ταξιδεύαμε όλοι φορώντας τα μαγιό μας κι όπου βρισκόταν ευκαιρία μας ξαμολούσαν απηυδισμένοι μέχρι να λιποθυμήσουμε από την πείνα και την κούραση. Και πριν ξεκινήσουμε για τον επόμενο προορισμό μας, η μητέρα μου μας έδινε από μια μπλέ πλαστική σακούλα για να μαζέψουμε ό,τι σκουπιδάκι είχαμε αφήσει στην παραλία.

Παρόλ’ αυτά όμως, ήταν ίσως από τις πιο γεμάτες μέρες που έχω ζήσει στη ζωή μου και είναι πραγματικά αξιοθαύμαστο ότι θυμάμαι απίστευτες λεπτομέρειες από τα μέρη, τους ανθρώπους, το φαγητό που τρώγαμε, τις θάλασσες που κολυμπούσαμε, ακόμη και το ριγέ 80s μαγιό του πατέρα μου.

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού