Υπάρχουν πολλά αρνητικά όταν κυκλοφορείς πολύ αργά το βράδυ ή νωρίς το πρωί στο κέντρο της Αθήνας μετά από αλκοολούχα ξεπαρταλιάσματα.

Οι ταξιτζήδες είναι αποκοιμισμένοι πάνω στο τιμόνι και το εσωτερικό του ταξί ζέχνει τσίπουρα από το μεσημέρι και Άσσο φίλτρο από πριν πέντε λεπτά, ο Γρηγόρης δεν έχει άλλα φρέσκα κρουατσίνια και μέχρι να φτάσεις στην Πλατεία Βάθης όλο και κάποιο όργανο της τάξης θα ξεπεταχτεί για να σου κάνει εξακρίβωση στοιχείων στο άσχετο.

Υπάρχουν όμως και πολλά θετικά, όπως το να βρίσκεις ένα μαγαζάκι μια σταλιά που φτιάχνει γαμάτο φαλάφελ ή το να περπατάς στη Σόλωνος και να σταματάς για ένα τσιγάρο και να σου πιάνουν συζήτηση κάθε λογής άνθρωποι. Και πιστέψτε με 9 στις 10 φορές πάντα μια πάντα κάποιο άσχετο άτομο θα με πλησιάσει και θα μου πιάσει κουβέντα στο άσχετο. Αν δείτε τη φάτσα μου θα καταλάβετε γιατί. Έχει γραμμένο πάνω της το «είμαι Ζεν» από τη μία αλλά και το «δεν με σοκάρει ό,τι και να μου πεις» από την άλλη.

Ένα από αυτά τα βράδια λοιπόν εκεί, σε ένα ο-θεός-να-το-κάνει παγκάκι, έρχεται και κάθεται δίπλα μου μια τύπισσα πάνω κάτω στα 50 της ομορφούλα και κάπως ταλαιπωρημένη. Όχι όσο εγώ, που είχα χάσει το μέτρημα μετά την έκτη Χαβάνα, αλλά αρκετά κουρασμένη.

Ζητάει τσιγάρο, της το δίνω. Ρωτάει αν δουλεύω εκεί γύρω, της λέω ναι, μου λέει «συνάδελφος;» της λέω «ψυχολόγος κι εσείς;» και μου λέει «όχι, εδώ δουλεύω, στον οίκο ανοχής στη γωνία». Και το μάτι της Μαρίας ανοίγει σαν στρείδι μετά από άχνισμα στην κατσαρόλα με σκόρδο και κρασί, και σκέφτομαι «τέλεια – να ένας άνθρωπος να μου πει και κάτι διαφορετικό από τις παπαριές που άκουγα για πέντε ώρες σε ένα παρωχημένο μπαράκι στα Εξάρχεια».

Κάθισα λοιπόν μαζί της περίπου κανένα εικοσάλεπτο και από τη συζήτηση μας έβγαλα τα εξής συμπεράσματα.

Λοιπόν, οι πόρνες και οι ψυχολόγοι έχουμε πολλά κοινά μέσα στην οικονομική κρίση. Ενδεικτικά, έχουμε κατεβάσει πολύ τις τιμές μας για να κρατήσουμε ή και να αυξήσουμε τους πελάτες μας. Όπως επίσης πλέον παρέχουμε και πακέτα συνεδριών, ήτοι όχι μόνο ένα είδος υπηρεσίας. Νομίζω καταλαβαίνουμε τι σημαίνει αυτό όταν δέχεσαι πελάτες σε οίκο ανοχής.

Επίσης ακούμε πολύ και τους πάντες. Είναι κομμάτι της δουλειάς μας η επικοινωνία. Χωρίς αυτή κανείς δεν μπορεί να λειτουργήσει είτε στον καναπέ του ψυχολόγου ή στο κρεβάτι της κυρίας μας στον οίκο ανοχής. Για την κυρία Χ, αυτό σημαίνει ότι κάποιες φορές σταμάτησε το λειτούργημα της στη μέση γιατί ο πελάτης έβαλε τα κλάματα επειδή θυμήθηκε το «αφράτο κορμί της κυράς του» όπως είπε, αλλά που δυστυχώς τον είχε παρατήσει.

Στην ψυχανάλυση αυτό ονομάζεται μεταβίβαση, και απαιτεί εξαιρετικά λεπτούς χειρισμούς να το ισορροπήσεις, καθώς ο πελάτης προβάλει πάνω σου συναισθήματα και ιδιότητες άλλων ατόμων. Η κυρία Χ, λοιπόν μετά από το αρχικό σοκ, καταφέρνει με πολύ υπομονή να τον μεταφέρει πάλι στο παρόν ενώ έχει υπόψιν της και την ώρα αλλά και το πως θα τον καταφέρει να τον «ξανα-λειτουργήσει». Εμένα αυτό στην ψυχοθεραπεία με εξαντλεί όταν συμβαίνει, η φίλη μου φαίνεται να το καταφέρνει καλύτερα και μπράβο της. Η εμπειρία της με ανθρώπους σε τόσο εκτεθειμένες στιγμές δεν διδάσκεται με τίποτα, πιστέψτε με. Και είναι και η εγγύηση ότι ο άλλος θα ξανάρθει.

Έπειτα υπάρχουν πολλοί τακτικοί της πελάτες που παρ’ότι αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα σε προσωπικό επίπεδο, και κάθε φορά που την επισκέπτονται της το λένε κι εκείνη προσπαθεί όσο μπορεί να βοηθήσει, αυτοί επιμένουν να μην το λύνουν. Την ρώτησα αν έχει αναρωτηθεί το γιατί και μου είπε ότι «ο καθένας βολεύεται στην τρέλα του». Και έχει τόσο μα τόσο δίκιο. Ο Φρόυντ μιλούσε για το «δευτερογενές όφελος» της αρρώστιας.

Είναι γεγονός ότι ο κόσμος προτιμά να ζει με τα συμπτώματά του γιατί αποκομίζει ταυτόχρονα μια ασυνείδητη ικανοποίηση ακόμη και αν αποβαίνει επώδυνη. Υπάρχει μια ανταγωνιστική προτεραιότητα εδώ και η άρνηση επίλυσης τους σίγουρα βοηθιέται από την σεξουαλική εκτόνωση. Είναι απενοχοποιημένη. Και η κυρία Χ είναι ok with that που λέμε. Κομπλέ. Κι εγώ ακόμη καλύτερα – γιατί; Πού ξέρεις; Μπορεί να γίνουν και δικοί μου πελάτες στο μέλλον.

Στην ψυχανάλυση βοηθάμε να σωθούν αρκετοί γάμοι και σχέσεις. Το ίδιο και η κυρία Χ. Διότι λειτουργεί καταλυτικά σαν το μυστικό «τρίτο» πρόσωπο σε έναν γάμο ή μια σχέση που απλώς χρειάζεται ένα διαλειμματάκι. Οπότε κύριος έρχεται, εξυπηρετείται, γυρίζει σπίτι χαρούμενος, φασώνει κυρά κι είναι όλοι ευτυχισμένοι.

Η κούρασή της όπως και η δική μου είναι πολλές φορές πνευματική και όχι σωματική διότι καλείται να συντονίσει το σώμα της με το μυαλό της, κι αυτό είναι ζόρικο όπως και να το κάνουμε. Προσπαθεί, όπως κάθε καλή θεραπεύτρια, να είναι αντικειμενική και αποτελεσματική ταυτόχρονα, επιδεικνύοντας μια στάση και γλώσσα σώματος που δείχνει και σιγουριά αλλά και κάτι ανθρώπινο και ευάλωτο, έτσι ώστε ο άλλος να σε εμπιστευθεί και να ανοιχτεί πιο εύκολα μαζί σου. Το ίδιο κάνουμε και οι ψυχαναλυτές με τη μόνη διαφορά ότι είμαστε ντυμένοι. Και αν υπάρχουν συνάδελφοι εκεί έξω που θεωρούν αυτή τη δήλωση μου προσβλητική, να πάρετε ξυδάκι προτείνω και να πάτε για θεραπεία σύντομα.

Αυτά έμαθα και είπαμε λοιπόν. Καταλήξαμε ότι ό,τι και να γίνει αγαπάμε τους άνδρες, γιατί είναι όντως παιδάκια σε αναζήτηση επιβεβαίωσης πάντα, και το ότι ο άνθρωπος γενικότερα μπορεί να κάνει τα πάντα για να αποφύγει την πραγματικότητα. Οι γυναίκες είμαστε πάντα το ισχυρό φύλο –σουτιέν δεν κάψαμε παρότι κι αυτό θα έπαιζε ως πιθανότητα– και ότι αύριο εκείνη θα έφτιαχνε φασολάκια γιατί είχε λαική στην Κυψέλη όπου έμενε και θα την προλάβαινε στο άνοιγμα της τώρα που θα πήγαινε σπίτι.

Και κάπου εκεί φιληθήκαμε και πήρε η καθεμία τον δρόμο της. 

Συντάκτης: Μαρία Αγοραστού