«Θέλω να σου πω κάτι.» Μια διάθεση, ακόμα και στα ύψη, σπάει πανεύκολα από μια προσέγγιση του ανθρώπου σου για κουβέντα που μένει στον αέρα. Σε αναστατώνει και τεράστια ερωτηματικά βρίσκονται ξαφνικά πάνω από το κεφάλι σου.

Στο άκουσμα αυτής της φράσης, παγώνει ο ακροατής και μένει στήλη άλατος, προσπαθώντας ν’ ανακαλέσει πληροφορίες από τις πρόσφατες αναμνήσεις. Θα γνέψει καταφατικά και θ’ απαντήσει «πες μου», αλλά η στιγμή για τον άλλον δεν είναι κατάλληλη. Ίσως γιατί βιάζεται να πάει στον χώρο εργασίας του, ίσως γιατί είναι ήδη εκεί, ίσως δεν έχει τη διαύγεια τη δεδομένη στιγμή. Πετάει όμως τη φράση, η οποία θα προετοιμάσει τον άλλον για να γίνει αυτή η φοβερή και τρομερή συζήτηση που υπάρχει μεγάλη πιθανότητα να είναι και μια ανοησία.

Εκείνος που θέλει αυτή την κουβέντα, δεν έχει ιδέα τι πρόκειται να προκαλέσει στον άλλον όσο η συζήτηση δε γίνεται. Θα κάνει τα πιο ευφάνταστα σενάρια, θ’ αρχίσει να συζητάει, αναρωτώμενος τι είναι αυτό που ζητήθηκε με τόση σοβαρότητα. Από τον τόνο της φωνής και μόνο θα ψάξει να βγάλει συμπέρασμα. Θα σκεφτεί πως είναι ένα θέμα που αξίζει τη δέουσα προσοχή και προσήλωση. Μπορεί να είναι μια πράξη για την οποία νιώθει απογοητευμένος ή προδομένος, πληγωμένος ίσως. Ξεκινούν τότε κι οι ενοχές, πως κάτι έκανε κι έφερε σ’ αυτή τη θέση τον αγαπημένο του άνθρωπο.

 

 

Θα προσπαθήσει να το εκλογικεύσει- δε θα τα καταφέρει όσο μένει στην άγνοια. Η φαντασία εδώ θα είναι εχθρός του. Κι έτσι, όταν τελικά θα έρθει η ώρα να γίνει αυτό το ξεκαθάρισμα, θα είναι ήδη φορτωμένος με την πίεση του να μην ξέρει τι συμβαίνει, έχοντας κάνει σαράντα οκτώ σενάρια. Ίσως να μην είναι καν ξεκαθάρισμα, αλλά όλες εκείνες οι σκέψεις που μέχρι να γίνει η πολυπόθητη συζήτηση οδήγησαν σ’ αυτό το συμπέρασμα. Να γίνει μια διεξοδική κουβέντα που θ’ αναλύσει όλες τις επί μέρους υποθέσεις.

Σ’ εκείνο τον διάλογο, υπάρχει ο φόβος αυτή η σχέση να τερματιστεί. Δημιουργείται μια έντονη αμφιβολία πως κι ο άλλος μπορεί να θυμώσει κι εν βρασμώ η μια λέξη, να φέρει την άλλη, αφήνοντας τελικά μαζί, όλο αυτό που έχουν φτιάξει. Αυτή η απλή φράση έχει τελικά μια ισχυρή υπόγεια δύναμη που της δίνει ο ίδιος ο χρόνος αναμονής. Οι σκέψεις οργιάζουν, τα σενάρια ποικίλουν κι η αγωνία κορυφώνεται. Η σχέση μπορεί να περνάει διάφορες διακυμάνσεις αλλά το μυαλό λαμβάνει θέση άμυνας γιατί δεν ξέρεις πόσο σοβαρό είναι αυτό που θα συζητηθεί.

Κι αν δε μιλάμε για λίγες ώρες αλλά για μέρες ή βδομάδες, μοιάζει πραγματικό μαρτύριο ν’ αναμένει κάποιος να γίνει εκείνη η κουβέντα που για χίλιους λόγους αναβάλλεται. Γεννά εμμονές που είναι το χειρότερο είδος σκέψεων γιατί κουράζουν τον εγκέφαλο, του επιβάλλουν μια επίμονη κι επίπονη διεργασία. Παραμένει στο ίδιο σημείο να κάνει κύκλους συνειρμών κι οτιδήποτε άλλο στην καθημερινότητά του έρχεται σε δεύτερη μοίρα.

Ίσως τελικά, ο μόνος τρόπος να μην τρελαθεί κανείς περιμένοντας μια συζήτηση να γίνει, είναι να τη μετατρέψει σε μια αφορμή για ενδοσκόπηση. Άλλωστε, κανείς δε λέει πως θα υπάρξει μια δυσάρεστη έκβαση. Ας δοθεί η ανάλογη ψυχραιμία κι ας γίνει αποδεκτή μια άλλη οπτική. Ας γίνει όλο αυτό μια πρόκληση για επανεξέταση μιας φίλιας ή μιας σχέσης. Μπορεί αυτή η κουβέντα να είναι ένα δώρο έκπληξη, μια επιβράβευση, μια συμβουλή που απλώς ο άλλος ήταν τόσο αγχωμένος που επικοινώνησε λάθος. Όλα είναι ενδεχόμενα ανοιχτά, ας μείνουμε σ’ αυτό. Ένα οικογενειακό παγωτό και δυο κουτάλια είναι αρκετά για να γίνει το «πρέπει να μιλήσουμε», «θέλω να τα πούμε». Κι υπάρχει διαφορά εδώ, πέρα από τη σοκολάτα-φράουλα στα μπολ.

 

Θέλουμε και τη δική σου άποψη!

Στείλε το άρθρο σου στο info@pillowfights.gr και μπες στη μεγαλύτερη αρθρογραφική ομάδα!

Μάθε περισσότερα ΕΔΩ!

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου