Κυλάει σαν νερό. Φεύγει και πίσω δε γυρνά. Άλλες φορές είναι εκνευριστικός κι άλλοτε αναρωτιέσαι πώς γίνεται να είναι τόσο υπέροχος. Κάποτε, νιώθεις πως οι δείκτες του ρολογιού, εκείνοι οι μάρτυρες που συνυπογράφουν το ταξίδι της ζωής, αργούν να κυλήσουν. Είναι εκείνες οι στιγμές, που κοιτάς επανειλημμένα το ρολόι, ενώ νιώθεις τα μηνίγγια σου να χτυπάνε σαν σφυριά, όσο εσύ παρακολουθείς στωικά, να μην κινείται τίποτα. Όταν επικρατεί το κενό, αυτό που συνήθως αποκαλούμε «βαρεμάρα», όταν δεν έχει ροή. Αλλιώς, τρέχει και δεν παίρνεις ανάσα. Άτιμος χρόνος.

Έτσι, ακριβώς είναι και οι στιγμές. Οι ωραίες στιγμές, οι δυνατές. Όταν κάποιος περνάει όμορφα, οι ώρες, οι μήνες και τα χρόνια κυλάνε πράγματι σαν το γάργαρο νερό που ρέει στις πεδιάδες και σε κάθε απόκρυφο μαγικό ορεινό μονοπάτι. Θέλει, όμως χρόνο και σωστή αναζήτηση μια στιγμή για να δυναμώσει. Άλλωστε, οι ομορφιές δεν έρχονται απλόχερα, μα μέσα από τις επιλογές μας.

Κι έρχονται κι οι άλλες στιγμές, εκείνες οι πιο ζόρικες, που κάποιος πρέπει ν’ αντιληφθεί πώς οι λανθασμένες επιλογές του συνέβαλαν για να τον οδηγήσουν εκεί. Κι όταν βρει την απάντηση, θα κατανοήσει πραγματικά τι δεν έκανε σωστά όλα αυτά τα χρόνια. Κι έτσι ο χρόνος θα πάψει να είναι χαμένος. Ο ίδιος του ο εαυτός, που τον άφησε να πληγωθεί, να ταλαιπωρηθεί, θα είναι ξανά σε θέση να εξετάσει πιθανόν λάθος κινήσεις, να τις αξιολογήσει και να προχωρήσει. Να αφήσει πίσω τις στιγμές που μαρτύρησε ζώντας μια άλλη ζωή από αυτή που είχε στο μυαλό του. Γιατί, δεν ήξερε, παρασύρθηκε κι εν τέλει πόνεσε και παρέλυσε, μέχρι να ξυπνήσει με κόκκινα μάγουλα από τα χαστούκια που απλόχερα του χάρισε η ζωή.

Μέχρι, όμως να φτάσει σε εκείνο το σημείο της αφύπνισης, θα μαλώσει με το μέσα και το έξω- ένα στάδιο αναγκαίο, που όσο κι αν θέλει κάποιος να το αποφύγει, είναι αδύνατον. Όπως και κανείς δεν μπορεί να επιρρίψει κατηγορίες στον εαυτό του, μαζικά, μια και καλή για όλη τη ζωή του για τον χαμένο χρόνο. Αυτή η διαδικασία συνεχίζεται αδιάκοπα· μια σκέψη που θυμίζει μηρυκαστικό και κάθε φορά που παίζεται στο μυαλό, είναι εξίσου επώδυνη. Έπειτα, η τιμωρία που καθορίζει κανείς για τον εαυτό του, είναι εξίσου προσωπική. Και το μόνο που μπορεί να την ορίσει, είναι η αίσθηση της ευθύνης.

Μέχρι τη στιγμή που ο φόβος αντικαθίσταται από την ικανοποίηση. Μέχρι η αυτογνωσία να οδηγήσει στην επανασύνδεση με τον πυρήνα της ανθρώπινης εμπειρίας. Μόνο τότε που εκείνος θα έχει συμφιλιωθεί με τον εσωτερικό του κόσμο και θα έχει απελευθερωθεί από σκέψεις που κάθε φορά θα σπέρνουν τη διχόνοια, θα καταφέρει να απολαύσει τις στιγμές του. Με την κάθαρση αυτή, την απομάκρυνση από τις δεύτερες σκέψεις και την ίδια την ελευθερία του, θα μπορεί να ερωτεύεται, να υπάρχει, να αφήνεται, να αγαπά πιο ρεαλιστικά. Το κάθε ρίνισμα του χρόνου, η κάθε κίνηση των ρολογιών, το κάθε δευτερόλεπτο που θα περνάει, δε θα χάνεται. Θα ζει το κάθε «τώρα» μέχρι το μεδούλι.

Το γέλιο θα έχει άλλο χρώμα, το χαμόγελο θα έχει άλλη αποτύπωση, η όσφρηση άλλη ένταση, η γεύση άλλη γλύκα, τα πάντα γύρω θα έχουν άλλη υπόσταση. Θα ξέρει, θα γνωρίζει και θα νιώθει γεμάτος. Θα νιώθει ευτυχής και θα χαρίζει αυτή τη ροή ενέργειας ακόμη και στους άγνωστους, στους περαστικούς και στους αδιάφορους. Δε θα τον νοιάζει αν θα τον σχολιάσουν, τουναντίον θα το προκαλεί κιόλας γιατί, θα έχει νόημα να ανταλλάξει μια «καλησπέρα» που θα ξέρει για ποιον λόγο τη λέει.

Είναι αλήθεια όμως, πως όταν περνάς όμορφα, ο χρόνος γίνεται ένας αόρατος εχθρός. Είναι εκείνος που θα εκλιπαρείς να κάτσει λίγο ακόμη κι αυτό το λίγο θα είναι σταγόνες δευτερολέπτων, που θα εξατμίζονται σε κάθε γέλιο, φιλί και χαμόγελο. Τα πάντα θα είναι λίγα μπροστά σε αυτά που θα θες. Θα θες περισσότερα, ακατάπαυστα. Γιατί, έτσι περνάει ο χρόνος με ανθρώπους που τον κάνουν να αξίζει. Γιατί, εκείνες οι στιγμές, έχουν μαγεία: εκείνες που η ζωή σκύβει και σε αγκαλιάζει με πάθος, που σε αφήνει να την απολαμβάνεις με πρόσωπα αγαπημένα. Δίχως σκέψεις, δίχως προβλήματα, παρών στο παρόν, με ό,τι αυτό κι αν φέρει. Κι ας μη διαρκεί για πάντα. Τουλάχιστον, έστω κι έτσι, μπορείς και το ζεις.

 

Συντάκτης: Αλεξάνδρα Τσότσου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου