Στον όμορφο αυτόν κόσμο μας, λίγες είναι οι αλήθειες που ισχύουν καθολικά κι απόλυτα, με ελάχιστες εξαιρέσεις να επιβεβαιώνουν ίσως τους κανόνες τους. Μια από αυτές είναι κι εκείνη η πικρία που νιώθουμε καθώς μεγαλώνουμε, αφήνοντας πίσω μας μια πιο αθώα εκδοχή του εαυτού μας και δηλώνοντας ενήλικες, ή αλλιώς υπεύθυνοι όλων των πράξεών μας.

Άλλοι αναγκάζονται να «μεγαλώσουν» γρηγορότερα από άλλους. Άλλοι δεν έχουν καν το προνόμιο να ζήσουν μια ανέμελη παιδική ηλικία. Άλλοι, πάλι, χρειάζεται να φτάσουν στα δεκαοχτώ ή στα εικοσιένα τους (ή ακόμα πιο μετά) για να φτάσουν στο σημείο όπου θα χρειαστεί να εγκαταλείψουν την πατρική τους φωλιά και να πετάξουν μόνοι τους στον κόσμο, με τα δικά τους φτερά. Όπως και να έχει η προσωπική ιστορία του καθενός, ο κοινός παρονομαστής δεν αλλάζει. Όλοι μας νοσταλγούμε τα παλιά χρόνια, όπου οι υποχρεώσεις μας περιορίζονταν σε ζωγραφιές και αστείες εργασίες του σχολείου ή στις υποσχέσεις που δίναμε στους φίλους μας πως θα παίξουμε πάλι μαζί τους την επόμενη μέρα.

Με τον έναν ή τον άλλο τρόπο, οι ζωές μας πνίγηκαν μέσα σε κουταλιές νερό, που η κοινωνία που εμείς οι ίδιοι οργανώσαμε μας πέταξε με τη βία. Επιλογές και αποφάσεις που χρειάζονταν μια ωριμότητα που δεν είχαμε, μα αναγκαστήκαμε να υιοθετήσουμε αντιγράφοντας άλλους, νομίζοντας πως εκείνοι ξέρουν τι κάνουν, ενώ στην πραγματικότητα αυτοσχεδίαζαν, σαν εμάς. Ένας φαύλος κύκλος που μας φέρνει στα όρια της τρέλας, σε κρίσεις άγχους και πανικού, σε τσιγάρα, σε ποτά, ίσως σε κάποιες περιπτώσεις ακόμα και σε πιο ακραίες μεθόδους διαφυγής.

Ακόμα και στις διαπροσωπικές μας σχέσεις, πασχίζουμε να βγάλουμε μία άκρη, αλλά μάταια. Πού είναι οι εποχές που «αγαπούσαμε» τη Μαιρούλα και τον Γιωργάκη; Πού είναι οι εποχές που παντρευόμασταν με ένα παιδάκι που μόλις γνωρίσαμε στην παιδική χαρά ή ονειρευόμασταν πρίγκιπες και παλάτια και πιστεύαμε πως όλα είναι μια ανάσα μακριά. Ποιος μας υποσχέθηκε ψευδώς πως όλα αυτά θα τα είχαμε, αρκεί να μεγαλώναμε; Πότε γίναν όλα τόσο περίπλοκα, ενώ ήταν τόσο απλά;

Εδώ που τα λέμε, ίσως αυτό να είναι και το μεγάλο σφάλμα μας. Αυτή, βλέπεις, είναι η βασική διαφορά των μεγάλων και των παιδιών. Οι μεγάλοι -θέλοντας και μη- εγκαταλείπουν εντελώς τη φαντασία και τον αυθορμητισμό τους. Πια υπολογίζουν τα πάντα με νούμερα και κανόνες, αδιαφορώντας για το πόσο απλά είναι στ’ αλήθεια όλα στη ζωή. Μικροί κάναμε ό,τι θέλαμε, ό,τι νιώθαμε, ό,τι μας έλεγε η καρδιά μας. Μεγάλοι κάνουμε ό,τι πρέπει, ό,τι σκεφτόμαστε, ό,τι μας υπαγορεύει «το σωστό».

Και στον έρωτα ακόμα, τσεκάρουμε κουτάκια. Ο σύντροφός μας πρέπει να είναι έτσι κι αλλιώς κι αλλιώτικα, αλλιώς δε γυρνάμε ούτε να τον κοιτάξουμε. Κι όχι, προς Θεού, δεν είναι κακό το να έχουμε στάνταρ. Κακό είναι το να αφήνουμε τη λογική να μπλέκεται με τα συναισθήματά μας και να τα επηρεάζει. Έτσι, δε λέμε ό,τι νιώθουμε, λέμε ό,τι σκεφτόμαστε. Δεν κάνουμε ό,τι θέλουμε, κάνουμε ό,τι πρέπει. Δεν αντιδράμε παρακινούμενοι από τις φλόγες που βράζουν μέσα μας, αλλά βάσει των ορίων και των κανόνων που μας έχουν επιβάλλει.

Έτσι δε στέλνουμε πρώτοι ή δε στέλνουμε πάνω από τρία μηνύματα στη σειρά όταν φλερτάρουμε, ξεχνώντας πως κάποτε είχαμε τα κότσια να δηλώσουμε την αγάπη μας για τον συμμαθητή μας χωρίς να μας νοιάζει η έκβαση του εγχειρήματός μας. Φοράμε ρούχα μοδάτα για να ταιριάζουμε με τον περίγυρό μας και βρισκόμαστε σε ακριβά μέρη για να τα διαφημίσουμε στα σόσιαλ, λησμονώντας πως μια φορά κι έναν καιρό δε μας ένοιαζε τι θα μας φόραγε η μάνα μας, αρκεί να μπορούσαμε να τρέξουμε και να κυλιστούμε στα χώματα με αυτό. Κάποτε γελούσαμε με την ψυχή μας, ενώ τώρα βάζουμε το χέρι μας μπροστά στο στόμα μας, μην τυχόν και μας δει κανείς να χαμογελάμε.

Κι αν πάλι δεν μπούμε στο τριπάκι να τα κάνουμε όλα αυτά, μας περιφρονούν, μας φωνάζουν ανώριμους και μας κατακρίνουν, οι ίδιοι άνθρωποι που σιχτιρίζουν για την περίπλοκη και άνοστη ζωή που ζουν. Κι εμείς, αντί να τους κοιτάξουμε και να τους απλώσουμε το χέρι, προσκαλώντας τους να βρουν ξανά την απλή ευτυχία που άφησαν να πεθάνει όταν μπήκαν στην εφηβεία, κατσουφιάζουμε και τους ακολουθούμε στο θέατρο του παραλόγου που όλοι διαλέγουν να παίζουνε.

Μα όλο αυτό κάπου κουράζει και ξέρω καλά πως όλοι το νιώθουμε. Δεν μπορούμε πάντα να είμαστε ατσαλάκωτοι και σοβαροί. Δεν μπορούμε μια ζωή να ζούμε βάσει προγράμματος και κανόνων. Τα όρια είναι καλά όσο μας κρατάνε ασφαλείς. Παύουν, όμως, να είναι χρήσιμα όταν μας κρατούν δέσμιους, φυλακισμένους.

Δε χρειάζεται να κοιτάξουμε γύρω μας για να δούμε το καθημερινό άγχος που λούζει τον κόσμο μας. Μπορούμε απλώς να το δούμε στον καθρέπτη μας, στα μάτια μας, στην καρδιά μας. Στα ξάγρυπνα βράδια που περνάμε εξετάζοντας όλα τα πιθανά ενδεχόμενα, στα οικονομικά, στα επαγγελματικά, στα οικογενειακά, στα ερωτικά μας.

Δεν αφήνουμε τίποτα να πάρει το δρόμο του, όλα πρέπει να τα ελέγχουμε εμείς. Πρέπει να βρισκόμαστε μονίμως ετοιμοπόλεμοι, ετοιμόλογοι, όρθιοι. Δεν έχουμε το δικαίωμα να ξεκουραστούμε όπως θα θέλαμε, δεν έχουμε το δικαίωμα να αφήσουμε τα συναισθήματά μας να κάνουν κουμάντο στη ζωή μας. Γιατί στη θεωρία είναι όλα καλά, μα στην πράξη έχουμε λογαριασμούς να πληρώσουμε και ανθρώπους να μην προδώσουμε.

Και τελικά; Ζούμε σε μια κοινωνία όπου οι περισσότεροι είναι χρεωμένοι και χωρισμένοι. Ψάχνεις με το μικροσκόπιο μπας και βρεις κάναν τίμιο άνθρωπο, που δεν κυνηγάει τα πολλά, γιατί ξέρει πως η ευτυχία κρύβεται στα λίγα, στα απλά. Δε χρειάζεται ακριβά ρούχα κι αυτοκίνητα για να είναι χαρούμενος ή να έχει στυλ. Ξέρει πως, όσο περιβάλλεται από άτομα που αγαπάει, θα είναι καλά, όποιο εμπόδιο κι αν βρεθεί στο δρόμο του. Δεν απατά το σύντροφό του, γιατί, αν και δεν είναι βγαλμένος από πρακτορείο μοντέλων, είναι ο πιο όμορφος άνθρωπος που έχει γνωρίσει ποτέ. Η ψυχή του τον κάνει τόσο όμορφο. Γιατί, λοιπόν, να θέλει να φύγει μακριά του;

Για πες μου, λοιπόν. Γιατί να πρέπει να κοιτάξεις μέσα σε μικροσκόπιο για να βρεις μια τέτοια ζωή; Γιατί να μην αποφασίσεις να την κάνεις δική σου; Να γελάς, να είσαι ξέγνοιαστος, να χαίρεσαι με τα πιο απλά. Δεν έχεις ακούσει την παροιμία που λέει πως όποιος θέλει τα πολλά χάνει και τα λίγα; Γιατί, άραγε, ζούμε όλοι λες κι αυτό δεν πρόκειται να μας συμβεί ποτέ;

Συντάκτης: Ελευθερία Αντωνοπούλου
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου