Το pillowfights θυμάται, τιμά και γιορτάζει τους αρθρογράφους που πέρασαν κάτω από τα πούπουλά του σε ένα αρθρογραφικό reunion! Παλιοί κι αγαπημένοι pillowfighters, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και μας χαρίζουν ένα ακόμη άρθρο.

Καλώς μας ξανάρθατε και καλώς σας ξαναδεχτήκαμε!

 

Γράφει η Γωγώ Κυριακίδου. (Διάβασε παλαιότερα άρθρα στη στήλη της #Τα_μάτια_ν_ακούς)

Έχω γνωρίσει ανθρώπους που αγαπούν τη βροχή. Όχι πολλούς, αλλά έχω γνωρίσει. Για κάποιους δεν είμαι περήφανη. Δεν πειράζει, όλα μέσα στο πρόγραμμα είναι. Είναι τόσο περίεργη η ζωή, τελικά, που όλα τα «ποτέ» και τα «με τίποτα» είναι γραμμένα για να σε ξεγελάσουν. Στο τέλος, πάντα καταλήγεις να γελάς με την ομπρέλα δεμένη και κρεμασμένη στο χέρι σου. Με τα χάλια σου. Αυτά που σε κάνουν ωραιότερο.

Λένε, πως όταν σταματήσει η καταιγίδα δε θυμάσαι τι συνέβη, πόσο βράχηκες, σε ποια λακκούβα πάτησες, πόση ώρα σου πήρε να στεγνώσεις τα μαλλιά. Σε νοιάζει, απλώς, που πέρασε. Δεν ξέρω πόσα «σβήνει» η βροχή. Εγώ τα βλέπω όλα πάνω μου και πάνω σου. Πάνω μας, σαν ανεξίτηλο μαρκαδόρο.

«Έλα, από ζάχαρη είσαι;»

Όχι, ποτέ δεν έλιωσα. Ούτε εσύ. Ακύρωσες, όμως, σχέδια και πήρες τηλέφωνο για να ζητήσεις συγνώμη. Το ‘χω βελτιώσει αυτό το κουσούρι, δεν ξέρω για σένα. Ζητώ συγνώμη μόνο όταν βρέχει κι αυτό, αν τύχει. Τα μετράω τα λόγια μου, γιατί έχω νιώσει να κουράζομαι από τη φλυαρία τους.

«Ναι, θα λιώσω!»

Βέβαια, άκουσα πως το ζευγάρι που παντρευόταν στην παρακάτω εκκλησία ένιωθε τυχερό. Είναι, λέει, καλό να παντρεύεσαι βροχερή μέρα. Συμβολίζει την κάθαρση και τη γονιμότητα, αλλά εγώ δεν πιστεύω πολύ σ’ αυτά που επαναλαμβάνουν συνεχώς οι παλιοί. Πόσο βαρετή είναι η επανάληψη όταν δεν αγαπάς κάτι, ε; Το πρωινό με κάποιον που ποτέ δε λάτρεψες ή εκείνο το καταναγκαστικό ποτό κι η γκρίνια τους την ώρα που ψιχάλιζε.

Γυρίζοντας άλλος άνθρωπος στο σπίτι, μετά το τέλος της βροχής, σε νοιάζει μόνο που γύρισες. Το ίδιο συμβαίνει με τις ημέρες, με τους ανθρώπους, με τις στιγμές. Περνούν όλα και στο τέλος μένει κάτι. Δεν ξέρω τι. Δεν ένιωσα τίποτα όμορφο στο φευγιό τους. Εσύ; Με μαχαίρι ή με ψαλίδι έκοψες τον κόμπο; Δε βαριέσαι, την ανακούφιση μετά από τόση υπομονή δεν την ξεχνάς ποτέ. Το συναίσθημα είναι καλύτερο κι απ’ τον ήλιο μετά τη βροχή.

Κλείσε τα παράθυρα, ακόμη βρέχει. Η μυρωδιά, πάντα η ίδια. Ούτε αυτή συνηθίζεται, όσα χρόνια κι αν περάσουν. Σαν σημείο αναφοράς, σαν την αρχή. Τον ενθουσιασμό της αρχής, την τρέλα της νεότητας και την ελευθερία των δεκαοχτώ. Έτσι μυρίζει κι αυτό θυμίζει. Όπως αισθάνεσαι όταν κοιτάς μια παλιά φωτογραφία, όταν γυρνάς στο σπίτι σου μετά από καιρό.

Αγαπάς τη βροχή ή εκείνη την κοπέλα που στη θυμίζει; Δεν πιστεύω ότι υπάρχει άνθρωπος που δεν έχει κάποιο λόγο για να το κάνει αυτό. Κάτι από πίσω που σκέφτεται όταν φτιάχνει τον καφέ του, κάτι που πεθύμησε, κάτι που δεν ξεχνά ποτέ να πάρει μαζί του. Μπορεί να μην υπάρχει και λόγος, ε; Ψάχνω κι εγώ συνεχώς να τους βρω. Τίποτα δεν κατάλαβα τόσες φορές που όλα ήρθαν πάνω κάτω, διαλύθηκαν και σκορπίστηκαν χωρίς κανένας να καταλάβει το γιατί. Έχεις δίκιο, δε γίνονται όλα για κάποιο λόγο. Είναι ό,τι πιο χαζό κάποτε πίστεψα.

 

ΥΓ: Μαμά σ’ αγαπώ και δε σταμάτησα ποτέ να γράφω.

 

 

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου