Αν υπάρχει ένας άνθρωπος στον οποίο πας όταν καταρρέει το σύμπαν, τότε αυτός είναι η Νικολέττα. Υπεύθυνη υπέρ πάντων και παντός καιρού, με τίτλους που και να μπαίναμε στη διαδικασία να γράψουμε, μάλλον δε θα έφταναν για να εξηγήσουν τη σημαντικότητά της. Αν έπρεπε να μπει δίπλα σε ένα ρήμα θα ήταν το «χρειάζομαι». Πέφτει το σάιτ, μπαίνουν ιοί, μας απαγάγουν εξωγήινοι, παθαίνει κρίση η μισή αρχισυνταξία, αλλάζουν ώρα τα μίτινγκ, δε γίνονται αλλά γίνονται τελικά, σκάνε ορδές καινούριων δειγμάτων κι άλλα σαράντα skype, να παίξει και μια διαφήμιση, να γίνει και μια συζήτηση, να πούμε και τα γκομενικά μας, τον πόνο μας και τη χαρά μας, να ρωτήσω λίγο και μια άκυρη λέξη στ΄ αγγλικά. Κι η Νικόλ είναι εκεί. Ο άνθρωπός σου, πολύτιμη, πολυεργαλείο, πολυπράγμων, πολυδιάστατη, πολυβόλο και πολυβιταμίνη, πολυμορφική και σίγουρα πολυγραφότατη. Γιατί όταν η Νικολέττα γράφει, έχει κάτι σημαντικό να πει:

 

Κοιτώντας στα ίσια την πατριαρχία στο “Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα”:

«Γνώρισα κάποτε έναν πατέρα που μπορεί να βάλει στην άκρη τον εαυτό του για την ευτυχία των παιδιών του. Που πρώτα θα βάλει αυτούς και μετά όλους τους υπολοίπους. Που μου μίλησε και κάθε λέξη του έσταζε τρόμο. Γιατί όταν τα έλεγε ήξερε, ξέρει, κατά βάθος, ότι η αγάπη δεν έχει σχέση στην πραγματικότητα με το αν συμφωνούμε ή διαφωνούμε με κάποιον, αλλά με το να είμαστε εκεί δίπλα, να στηρίζουμε και να δείχνουμε καθημερινά -και χωρίς κάποια δικαιολογία- τη δική μας αποδοχή, κατανόηση.»

 

Αγαπώντας τις πιο όμορφες γραμμές της στο “#bodystories | Οι ρυτίδες”

«Αλλά και που το κάνω αυτό, που πιάνω τον εαυτό μου να προσπαθώ να «εξομαλύνω» τις βαθιές γραμμές ανάμεσα στα φρύδια μου και πάνω από αυτά, νευριάζω ώρες-ώρες με τον εαυτό μου. Γιατί παράξενο όσο κι αν ακούγεται, το μεσόφρυό μου το αγαπώ. Είναι “My What the f* lines”. Και ναι, μαρτυρούν πόσες φορές στη ζωή μου το έχω σκεφτεί ως απάντηση σε κάτι που άκουγα.»

 

Μιλώντας στον μεγάλο της καλλιτεχνικό έρωτα στο “Επιστολή στον Λεονάρντο Ντα Βίντσι”

«”Τα δάκρυα έρχονται από την καρδιά κι όχι τον νου” είπες και καταλαβαίνω ότι για να τα αποφύγεις έριξες ό,τι είχες στον νου κι άφησες σε μιαν άκρη την καρδιά. Εκλογίκευση στο σώμα και στο συναίσθημα, για να να μην είσαι αδύναμος. Πουθενά δεν ανέφερες τον έρωτα. Και πώς να πιστέψω ότι ένας τόσο ευφυής άνθρωπος ποτέ του δεν ερωτεύτηκε, δεν τον συνέπαιρνε το συναίσθημα, δεν ένιωθε καρδιοχτύπια, να τον καταλαμβάνει κάτι μεγαλύτερο από αυτόν, κάτι που δεν μπορούσε να εξηγήσει;»

 

Νικώντας του μοναχικούς υπερόπτες στο “Καλύτερα μόνος σου”

«Εσύ αδύναμος, τόσο πολύ ώστε να πέσεις στην παγίδα του συναισθήματος; Ευάλωτος, αναζητώντας την παρουσία άλλου, τις λέξεις του, τα λόγια του, τη φωνή του, το άγγιγμά του; Όχι, δε συμβαίνει αυτό. Η άρνηση είναι εκδικητική σκύλα, αλλά έχεις μάθει να τη διαχειρίζεσαι.»

 

Αγαπώντας τους ουσιαστικούς επαναστάτες ζωής στο “Θα συνηθίσεις να μην τον αγαπάς”

«Να τα λέμε σωστά τα πράγματα. Δε φοβούνται μόνο όσοι προσπαθούν να εξασφαλίσουν μια σταθερότητα μέσω ενός άλλου ατόμου. Κάπου είναι και για σένα φόβος. Φόβος αλλαγής, φόβος για τη δική σου αστάθεια ή μετάλλαξης όλων όσων έχεις συνηθίσει. Φόβος ότι θα βρεθείς σε μια θέση να χάσεις όλα όσα έχεις ιδρώσει και ματώσει να αποκτήσεις για εσένα, να χάσεις τις αξιώσεις σου, τον εαυτό σου το ίδιο.»

 

Βρίσκοντας τις λέξεις των ερωτευμένων στο “Τα λέμε”

«Ένα χαμόγελο, ένα γνέμα. Κουβέντες τυπικές. Άλλος ένας άγνωστος στο πλήθος γίνεται γνωστός. Ένα ακόμα όνομα στο τεφτέρι. Καλά περνάμε κι απόψε. Ρέουν άφθονες οι κουβέντες, ανούσιες όλες μπροστά στα χαμόγελα και τις ματιές. Πόσα λένε κι αυτά; Και πόσα ακόμα κρατάνε μυστικά. Γυρνάς, κοιτάς πάλι. Κοιτάει. Χαμογελάει γιατί πιάνεται στα πράσα.»

«Μπλέξαμε τώρα».

 

Αντιμετωπίζοντας τις μεγάλες ώρες στο “Η ώρα τρεις

«Τολμώ να πω ότι είναι επικίνδυνο πράγμα να μένεις μόνος σου με τον εαυτό σου. Τα πάντα -καθετί σχετικό όχι μόνο με τη μέρα που έχει μόλις τελειώσει, αλλά με όλη σου τη ζωή- έρχονται στην επιφάνεια και ζητούν τη προσοχή σου, τη φροντίδα σου και την αποκλειστική αφοσίωσή σου. Η ίδια σου η ύπαρξη, η ψυχή σου, απαιτεί την ίδια προσοχή που θα έδινες σε έναν άνθρωπο που πραγματικά αγαπάς.»

 

Δικάζοντας τον εγωισμό στο “Μόνο μία φορά ακόμα”

«Ήσουν δυνατός και πάλι απόψε. Δεν ενέδωσες. Δεν της τηλεφώνησες να την παρακαλέσεις να γυρίσει κοντά σου. Ο εγωισμός σου σου χαϊδεύει τα μαλλιά, περήφανος για το μικρό του σκλάβο, όσο εσύ σκέφτεσαι ότι είσαι μια χαρά -ακόμα και χωρίς αυτήν.»

 

Κάνοντας τα πιο δύσκολα ξεκαθαρίσματα στο “Είναι όλοι περαστικοί, μαμά”

«Δεν πιστεύω στο για πάντα, μάνα. Πιστεύω στο για όσο. Πονάει λιγότερο. Κι αν αυτό το για όσο, γίνει το για πάντα μου, καλώς να ορίσει. Αλλιώς, ώρα καλή στη πρύμνη του και αέρας στα πανιά του. Εγώ έχω άλλα πράγματα να κάνω. Όποιος θέλει, ξέρει πού και πώς να με βρει.»

 

Γνωρίζοντάς μας τις δυο της πατρίδες στο “Το δράμα των Ελληνοαμερικανών!”

«Όσο και να θες, όσο και να προσπαθείς να το αποτινάξεις, μια ζωή, όπου και να είσαι, θα είσαι για όλους τους άλλους ξένος. Θα είσαι διχασμένος ανάμεσα σε δύο γλώσσες, σε δύο χώρες, σε δύο πολιτισμούς. Θα ζεις έχοντας μόνιμα την αμυδρή αίσθηση ότι δεν ανήκεις, ότι η μισή ψυχή σου είναι σε ένα μέρος μακρινό. Και έτσι είναι. Γιατί γεννήθηκες εκεί, αλλά ζεις εδώ.»

 

Νικολέττα μας, σ’ ευχαριστούμε για όλα.

Χρόνια πολλά, η αρχισυνταξία.