Το pillowfights θυμάται, τιμά και γιορτάζει τους αρθρογράφους που πέρασαν κάτω από τα πούπουλά του σ’ ένα αρθρογραφικό reunion! Παλιοί κι αγαπημένοι pillowfighters, επιστρέφουν στον τόπο του εγκλήματος και μας χαρίζουν ένα ακόμα άρθρο.

Καλώς μας ξανάρθατε και καλώς σας ξαναδεχτήκαμε!

Γράφει η Ελεάννα Μαυροπούλου. (Διάβασε παλαιότερα άρθρα στη στήλη της #Bubble_fears)

 

Θα διαγράψεις τον άνθρωπο είπες, μα θα κρατήσεις την ιστορία σας για πάντα. Πόση δύναμη μπορεί να κρύβει μια τέτοια απόφαση άραγε; Το κάνεις όμως αρκετά καλά, νομίζω τα καταφέρνεις. Μιλάνε μπροστά σου γι’ αυτό το άτομο και φέρεσαι σαν να μην υπάρχει πια, σαν να μην πέρασε από ‘δω. Στολίζεις μαζί με τους άλλους δίπλα στο όνομά του διάφορα και καθόλου κοσμητικά επίθετα και δε σε νοιάζει, δε σε αφορά, σε στιγμές φαίνεται να το απολαμβάνεις κιόλας. Μα την ιστορία σας δεν τολμά να την αγγίξει κανείς.

Δεν αφήνεις, δεν το επιτρέπεις. Όχι για το πρόσωπο της ιστορίας αλλά για όσα νιώσατε, όσα ειπώθηκαν, όσα έγραψαν και δε θα ξεγράψουν είναι εκεί να θυμίζουν το πέρασμα δύο ανθρώπων που δεν έμειναν μαζί, αλλά έζησαν για λίγο το δικό τους μαζί και κανείς δε θα τους το πάρει. Δε σε ενδιαφέρει να υποστηρίξεις τη θέση σου, την επιλογή σου, όσα έγιναν μετά, εκείνο το «μετά» που πόνεσε πολύ, πιο πολύ κι από το φινάλε σας. Εκείνο το μετά είναι που κάνει αυτήν την ιστορία να έχει πρωταγωνιστές χωρίς όνομα. Δε μιλάς ποτέ για τα κεντρικά πρόσωπα, δεν περιγράφεις, δε θαυμάζεις το άτομο της ιστορίας, αποφεύγεις διακριτικά να μιλήσεις για εκείνο.

 

 

Είσαι εδώ όμως για να κρατάς σφιχτά όσα έγιναν τότε μ’ έναν άνθρωπο που μοιάζει μ’ εκείνον αλλά μπορεί και όχι, που θα μπορούσε να έχει όνομα, χρώμα ματιών, κινήσεις κι αγαπημένες συνήθειες, αλλά επέλεξε να είναι το θολό πρόσωπο της ιστορίας που κανείς δε θέλει να θυμάται. Εσύ είσαι εδώ για να κρατάς όλες εκείνες τις στιγμές που νόμιζες μπορούν να κρατήσουν παραπάνω από τώρα. Που λογάριαζες για αληθινές, που πείσμωσες πως δε θα τις μετρήσεις ως κάτι άλλο, ακόμα και τώρα. Θυμίζεις στον εαυτό σου πώς ένιωσες, πόσα έδωσες, τη φωτεινή εκδοχή του εαυτού σου κι όλα όσα καλά σου συνέβησαν τότε, σ’ εκείνες τις στιγμές. Κι έτσι η ιστορία σας θα ταξιδεύει με ασφάλεια στο πέρασμα του χρόνου.

Όσο κι αν τον άνθρωπο τον έχεις αφήσει εκτός, η ιστορία σας είναι σε θέση υψηλή, που δεν την αγγίζει κανείς. Δεν αφήνεις να τη φτάσουν, να την καταλάβουν. Τώρα πια δεν μπαίνεις καν στον κόπο να την εξηγήσεις. Λέξεις που έχουν χρησιμοποιηθεί ξανά για άλλες ιστορίες δε σου κάνουν, συναισθήματα που μπορούν να περιγραφούν με λόγια δεν αρκούν γι’ αυτό που θες να πεις, εικόνες που έχεις ξαναδεί δεν ανταποκρίνονται σ’ αυτήν την ιστορία. Τελικά αυτό που έχεις κρατήσει είναι πράγματι ξεχωριστό.

Πήρες από το χέρι αυτόν τον άνθρωπο που κανείς δεν πίστευε κι εξερευνήσατε έναν κόσμο που δεν ξέρατε ότι υπάρχει και φοβόσασταν να εξερευνήσετε. Δε φοβόσουν μόνο εσύ, στο λέω με σιγουριά πια. Απλώς εσύ το έδειχνες λίγο παραπάνω, όσο η άλλη πλευρά έτρεμε μπροστά σε όλο αυτό που ζούσε και παρίστανε τη δήθεν άνετη και ανέμελη. Εσένα τα όπλα σου είχαν χρώμα λευκό και λίγο ροζ καμιά φορά για τον ξεχασμένο ρομαντισμό σου. Έντονο κόκκινο για όσα δημιουργήσατε και ίσως λίγο γκρι σαν τη σκιά που έσερνες μαζί σου από το παρελθόν και κατάφερες να τη μικρύνεις. Ακόμα μία μεγάλη νίκη σου. Τα δικά του όπλα έμοιαζαν κάπως αληθινά, το δάχτυλο έτοιμο στην σκανδάλη και η αντίστροφη μέτρηση πάντα σε ετοιμότητα. Δεν τρόμαξες όμως. Αλήθεια πώς μπόρεσες και δεν έφυγες από την αρχή;

Σε θαυμάζω μερικές φορές που καταφέρνεις να δεις το καλό και να πιστέψεις τόσο πολύ σ’ αυτό. Ακόμα κι αν το μόνο που επικρατεί γύρω σου είναι σκούρα χρώματα, εκείνα που δεν μπορείς να δεις τίποτα αν πέσουν στα μάτια σου, χέρια λερωμένα κι ένα κορμί ταλαιπωρημένο. Χωρίς να ξέρει τι σημαίνει αγαπώ πραγματικά, δίνω κι αφήνομαι, μοιράζομαι την αλήθεια και τα πράγματά μου, φροντίζω χωρίς να τραυματίζω, προσφέρω χωρίς να μετράω πόσα θα πάρω πίσω. Δεν ήξερε τίποτα απ’ όλα αυτά, σε μπέρδεψε στην αρχή, σε παρέσυρε και χόρεψες στον ρυθμό του. Γρήγορα όμως κατάλαβες ότι οι κόσμοι σας δεν έμοιαζαν καθόλου. Δε φοβήθηκες όμως.

Βρήκες γρήγορα έναν τρόπο να γυρίσεις το παιχνίδι και να το κάνεις πολύχρωμο, το δικό σου φως ήταν πολύ ισχυρό και εισέβαλε στο σκοτάδι, δεν το κέρδισε όμως. Έψαξες ξανά κάπου να σταθείς, ακολούθησες έναν δρόμο που δεν υπήρχε και ήταν άγνωστος και για σένα. Δε σταμάτησες στιγμή να προχωράς, ήξερες τι κάνεις, ή μάλλον ήθελες πολύ να ξέρεις τι κάνεις. Ήθελες να ανακαλύψεις και αυτόν τον δρόμο, που με τόση σιγουριά πίστευες ότι υπάρχει. Όσοι σε συναντούσαν είχαν στο βλέμμα τους αμφιβολία και δεν παρέλειπαν να σε συμβουλεύουν με όσα δεν ήθελες να ακούσεις. Εσύ είχες βάλει στόχο τον δρόμο στον έρωτα που σου λέει να τα κάνεις όλα σωστά, να δίνεις όσα έχεις, να συγχωρείς, να διεκδικείς, να περιμένεις να συμβεί. Να συμβεί αυτό που θες τόσο πολύ για να πετύχει όλο αυτό που σχεδιάζεις εδώ και καιρό.

Μα στον έρωτα δεν αρκεί να τα κάνεις όλα σωστά. Χρειάζονται δύο να πιστεύουν στο «μαζί» σας, αν ο ένας τα κάνει όλα όπως πρέπει και ο άλλος κολυμπάει στο σκοτάδι που ξέρει, συνήθισε και δε θέλει να βγει, μάντεψε ποιος θα κερδίσει. Δε σε αποθαρρύνω, δε θα είναι πάντα έτσι, ελπίζω πως δε θα είναι πάντα έτσι, δηλαδή. Την επόμενη φορά εύχομαι να μοιάζει περισσότερο μ’ έρωτα. Όσο για σας, χάσατε κι οι δύο; Δεν ξέρω, έχασε εσένα κι εσύ τον εαυτό σου, για λίγο. Μέχρι να σε βρεις ξανά, να γνωριστείτε, διαφορετικά τώρα. Τώρα ξέρεις πως στον έρωτα δεν κερδίζει εκείνος που τα κάνει όλα σωστά. Θα διαγράψεις σύντομα την επαφή στο κινητό και θα γράψεις μερικές ακόμα λέξεις για την ιστορία σου. Εκείνη που θα μπορούσε να είναι δική σας, εκείνη που αξίζει ν’ ακουστεί κι ας μην το μάθει ποτέ.

Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου