Θα έλεγε κανείς πως έχουμε πάει τη χρήση των social σε άλλο επίπεδο. Δεν ικανοποιούν μόνο την ανάγκη μας για αυτοπροβολή πλέον, αλλά μας δίνουν και την ευκαιρία να βγάλουμε κι έναν άλλο εαυτό που σε άλλες περιπτώσεις δε θα τολμούσαμε να προβάλουμε.

Έτσι κι αλλιώς η χρήση τους μας εξυπηρετεί στο να μοιραζόμαστε σκέψεις, φωτογραφίες, τραγούδια, δημοσιεύεις άλλων κλπ με τους διαδικτυακούς μας φίλους. Όμως έχουμε το περιθώριο να επεξεργαστούμε την κάθε πληροφορία όπως μας βολεύει, ακόμα κι αν δεν είναι εντελώς αληθινή. Αν κάτι που έχουμε στα περιεχόμενα του τηλεφώνου μας, για παράδειγμα, θεωρούμε πως θα χαλάσει τη δήθεν αψεγάδιαστη εικόνα που έχουμε σχηματίσει στα σοσιαλ, απλούστατα δε θα την ανεβάσουμε, ενώ πάλι αν κάτι μας ανεβάσει στα μάτια των υπολοίπων, δε θα διστάσουμε να το βγάλουμε στη φόρα, κι ας μην ισχύει βρε αδερφέ, ας απέχει κι έτη φωτός από την πραγματικότητα.

Κάνε όμως εικόνα το εξής: Στέλνεις μηνυματάκια με το πρόσωπο, εκείνο που καίει την καρδούλα σου, ενώ στη διπλανή συνομιλία έχεις το κολλητάρι σου. Τα σκρινσοτς από τη συνομιλία σας δίνουν και παίρνουν με το φιλαράκι είτε για συμβουλές είτε για συμπαράσταση, είτε για να συμμεριστεί τη χαρά σου, αναλόγως τη συζήτηση. Αυτά τα σκρινσοτς μένουν στη συνομιλία για πολύ πολύ καιρό και ίσως κάποια στιγμή ξεχάσετε κι οι δυο την ύπαρξή τους. Εξ’ άλλου, δεν κάνετε και κάτι κακό, όπως είχαμε τα ραβασάκια στο σχολείο κάτι αντίστοιχο έχουμε σκαρφιστεί με τη βοήθεια των στιγμιότυπων οθόνης για να γλιτώνουμε τα χέρια μας από το πολύ το γράψιμο. Τίποτα κακό στην περίπτωση αυτή.

Πολλοί όμως, τη χρήση των σκρινσοτ δεν την έχουν μόνο για να μοιράζονται με τα φιλαράκια τους συζητήσεις με το αμόρε ή με κάποιον άλλο. Δεν κρατούν ιδιωτική τη συζήτηση και έχουν, για ένα περίεργο λόγο, την ανάγκη και τη θέληση να εκθέσουν συζητήσεις τους δημόσια για να δείξουν πώς την είπαν σε κάποιον και με πόση μαεστρία τον αποστόμωσαν.

Ανεξήγητη η ηδονή κι η ευχαρίστηση που παίρνουν αυτά τα άτομα, για τους περισσότερους -θέλω να πιστεύω- από εμάς. Όλοι έχουμε τσακωθεί, έστω και λίγο, έχουμε διαφωνήσει, έχουμε κράξει κι έχουμε προσβάλει σε μια συνομιλία μας έως ένα βαθμό. Δε σημαίνει όμως πώς το κάναμε βούκινο. Πώς μπορεί κάποιος να σκεφτεί να κάνει κάτι τέτοιο σαν να είναι το πιο φυσιολογικό πράγμα στον κόσμο; Γιατί να προσβάλεις κάποιον, δικαίως ή αδίκως, ακόμα κι αν θες απλά να τον βάλεις στη θέση του, για να το διαφημίσεις αμέσως μετά στο προφίλ σου λες και είναι κάποιο τρόπαιο; Πού αποσκοπεί μια τέτοια πράξη, ποιο το όφελος; Κερδίζει κανείς κάτι με το να δείχνει πώς την είπε σε κάποιον;

Δε νομίζω. Φυσικά, ο καθένας ανεβάζει και δημοσιεύει στο προφίλ του στα σοσιαλ ο,τι του κάνει κέφι. Μπορεί πολλές φορές όταν συναντάμε τέτοιες αναρτήσεις να γελάμε κιόλας, να το παίρνουμε χιουμοριστικά και είτε το ξεχνάμε μετά από λίγο είτε το κοινοποιούμε, να δουν περισσότερα άτομα τη συζήτηση αυτή, μια συζήτηση που στην ουσία δε μας αφορά καν, αλλά “πουλάει”.

Όμως είναι πολύ άσχημο για εκείνο το πρόσωπο που εκτίθεται παρά τη θέληση του από κάποιον που απλά θεώρησε πως δεν μπορούσε να κρατήσει την αλλόκοτη αυτή ικανοποίηση για τον εαυτό του και μόνο. Εδώ που τα λέμε, πιο άσχημη εικόνα σχηματίζει ο ίδιος. Εξαρτάται φυσικά από το πώς το βλέπει κι αντιλαμβάνεται ο καθένας. Μα οι συνομιλίες έχουν λόγο που λέγονται ιδιωτικές.

Είπαμε, όμως, τα σόσιαλ μας δίνουν την ευκαιρία να βγάλουμε ένα κομμάτι του εαυτού μας που σε άλλες περιστάσεις αδυνατούμε να δείξουμε. Ίσως αυτοί που συνηθίζουν να εκθέτουν και να δημοσιεύουν συζητήσεις με τα άτομα που προσέβαλαν, προσπαθούν με λάθος τρόπο ενδεχομένως να επιβάλουν τη γνώμη και την άποψη τους για ένα θέμα ή οποιοδήποτε ζήτημα. Ίσως πάλι να περιμένουν να τους δοθούν “εύσημα” για τον τρόπο που χειρίστηκαν την κατάσταση γιατί ενδεχομένως δε θα ήταν σε θέση να εκφραστούν με τον ίδιο τρόπο σε μια μη εικονική συζήτηση.

Όπως και να ‘χει, τέτοιες περιπτώσεις καλό είναι να αποφεύγονται από τον οποιονδήποτε.  Φανταστείτε να βλέπατε ξαφνικά δημοσιευμένες συζητήσεις σας σε λογαριασμούς τρίτων. Δε νομίζω πως θα σας ευχαριστούσε μια τέτοια εικόνα. Σωστά;

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου