Πόσες να ‘ναι, άραγε, οι φορές που ψάχνουμε να βρούμε κάτι και κάνουμε το σπίτι άνω κάτω, για να διαπιστώσουμε πως τελικά το ξεχάσαμε στο σπίτι του έρωτά μας σε μία απ’ τις προηγούμενες επισκέψεις μας; Ίσως όσες φορές διαπιστώνουμε πως έχουμε κι εμείς στο σπίτι μας κάτι δικό του.

Απ’ το φούτερ ή το ανάλαφρο μπλουζάκι που ενδεχομένως θα καβατζώσουμε απ’ την ντουλάπα του, είτε γιατί μας άρεσε είτε γιατί έπρεπε οπωσδήποτε να αλλάξουμε ρούχα και ξεμένει το δικό μας στη θέση του, μέχρι και τον φορτιστή του κινητού, που μπορεί να ξεχάσαμε στην πρίζα επειδή φύγαμε βιαστικά, όλα αυτά που ξεμένουν σ’ έναν χώρο που δεν είναι δικός μας αλλά το αισθανόμαστε σαν τέτοιο δείχνουν ίσως την οικειότητα που χτίζεται ανάμεσά μας με τον καιρό. Συνηθίζουμε το πήγαινε-έλα και δεν ανησυχούμε τόσο πολύ να μην ξεχάσουμε κάτι φεύγοντας, αφού θα επιστρέψουμε.

Μέχρι που πια, σταδιακά, παραγνωριζόμαστε –με την καλή έννοια πάντα– και τότε αφήνουμε, έτσι κι αλλιώς, περισσότερα απ’ τα προσωπικά μας αντικείμενα για να μας εξυπηρετήσουν στην επόμενη διανυκτέρευσή μας, αφού το ‘χουμε πλέον δίπορτο. Μία οδοντόβουρτσα, πιτζάμες, καμιά αλλαξιά ρούχα και το νεσεσέρ με τα απαραίτητα.

Σαφώς και βολεύουν απ’ το να τα πηγαινοφέρνουμε κάθε τρεις και λίγο και μας κάνουν να αισθανόμαστε πιο άνετα, μήπως όμως αυτό είναι το άλλοθί μας; Μήπως υπάρχει και κάτι άλλο που ίσως εσκεμμένα μας διαφεύγει ή σχετίζεται με μια κτητική μας τάση στην οποία δε δίνουμε ιδιαίτερη σημασία; Μήπως το να αφήνουμε τα πράγματά μας, τα προσωπικά μας αντικείμενα στο σπίτι του ανθρώπου μας, γίνεται για να μαρκάρουμε την περιοχή μας, κι ας μην το παραδεχόμαστε και τόσο, ίσως ούτε στον εαυτό μας;

Ίσως η ανασφάλειά μας κι η ανάγκη μας να οριοθετήσουμε την ύπαρξή μας μες στη σχέση αλλά κι η ζήλια μας να μας οδηγούν ασυναίσθητα σ’ αυτή τη συμπεριφορά. Να θεωρούμε πως αν μέσα στον χώρο του/της συντρόφου μας υπάρχουν αντικείμενα δικά μας, κάνουμε έτσι αισθητή την παρουσία μας στη ζωή του άλλου, ακόμα κι όταν δεν είμαστε οι ίδιοι εκεί. Λες κι αν θέλει ο άλλος να φέρει κάποιον με πονηρό σκοπό δεν μπορεί να εξαφανίσει τα υπάρχοντά μας. Αλλά ποτέ ήταν λογικός ο έρωτας για να γίνει τώρα;

Το βέβαιο είναι πως αφήνει, όσο να ‘ναι, και στους δύο ένα μήνυμα ασφάλειας και σιγουριάς ενώ, παράλληλα, δείχνει πως εμπιστεύεσαι τα υπάρχοντά σου στο αμόρε σου. Ξέρεις πως δε θα χαθεί τίποτα, ούτε θα χαλάσει κάτι δικό σου. Θα τα φυλάξει σ’ ένα σημείο και θα τα προσέξει.

Είναι κι αυτή η έννοια της κοινοκτημοσύνης ανάμεσα στους ανθρώπους που έχουν έρθει πολύ κοντά. Το δικό σου, δικό μου και το δικό μου, δικό σου. Επομένως, αισθανόμαστε το σπίτι της σχέσης και δικό μας, κι αντίστοιχα αυτό εμπνέουμε κι εμείς στο ταίρι μας.

Γενικότερα, το να αφήνουμε πράγματά μας ο ένας στο σπίτι του άλλου μπορεί να ‘χει αρκετές ερμηνείες. Αν ο λόγος που το κάνουμε αυτό είναι για να εισβάλουμε στον προσωπικό του κόσμο, διότι δε μας αποπνέει εμπιστοσύνη κι εμείς την επιβάλουμε κατ’ αυτόν τον τρόπο ή το ζορίζουμε, τότε πρέπει να λύσουμε εμείς τα δικά μας θεματάκια περί κτητικότητας κι έλλειψης εμπιστοσύνης. Αν πάλι το κάνουμε για τη δική μας διευκόλυνση ή απλούστατα επειδή υπάρχει μια άλφα οικειότητα μεταξύ μας, τότε όλα μια χαρά.

Άλλωστε, είναι κάπως γλυκό να ‘χει κάτι να σε θυμάται κάποιος κι αυτομάτως να σε σκέφτεται, όταν βλέπει κάτι που έχεις αφήσει, ακόμα και κατά λάθος, στο σπίτι του, τις στιγμές που δεν είσαι εκεί κι ενδεχομένως του λείπεις. Όπως κάνεις κι εσύ όταν βλέπεις ή αγγίζεις εκείνο το φούτερ που σου έδωσε το πρώτο βράδυ που έμεινες εκεί γιατί κρύωνες και βρήκες δικαιολογία για να φορέσεις κάτι χουχουλιάρικο και μάλιστα δικό του. Τώρα, λοιπόν, φοράς κάτι δικό του και νιώθεις τη μυρωδιά του πάνω σου, κι ας πέρασαν μέρες από τότε. Έμεινε να σου θυμίζει εκείνη τη μέρα, εκείνο το βράδυ, το πρώτο που περάσατε μαζί, μα και να υπενθυμίζει πως έχετε πολλά ακόμα να μοιραστείτε αργότερα!

 

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη