Παράξενα πλάσματα που είμαστε οι άνθρωποι. Φαινομενικά ίδιοι, μα τόσο διαφορετικοί αναμεταξύ μας. Αρκεί να μας αφουγκραστείς λιγάκι. Περίεργοι για το καθετί που υπάρχει γύρω μας, υπερπροστατευτικοί με ό,τι κρύβουμε μέσα μας. Άλλοτε ζητάμε κι απαιτούμε να μάθουμε τα πάντα, ενώ ενίοτε μας τρομάζει το «διαφορετικό» -ακόμα κι αν το αναζητάμε στη θεωρία.

Όσο ο χρόνος τρέχει κι οι εποχές αλλάζουν, τόσο περισσότερες αποκαλύψεις έρχονται να ταράξουν τα δεδομένα που είχαν ριζώσει ανά τις γενιές, αυξάνοντας και την ανάγκη του ανθρώπου να βάλει σε κουτάκια, με ταμπέλες απ’ έξω, κάθε προσπάθειά του να κατανοήσει οτιδήποτε καινούριο και διαφορετικό. Αλλά ποιος ορίζει τι είναι το «διαφορετικό» και το «κανονικό»; Και μη βιαστείτε να απαντήσετε, γιατί πέρα απ’ τη γενικότητα στην οποία πλέει η ερώτηση αυτή, ακόμα και να την κάνουμε πιο συγκεκριμένη, δεν υπάρχει στην ουσία λανθασμένη ή σωστή απάντηση. Αυτό που έχει σημασία είναι η οπτική που βλέπουμε τον κόσμο κι όσους ζουν σε αυτόν.

Κάποτε, λοιπόν, σε μια κοινωνία υπαρκτή μόνο στη συντηρητική φαντασία κάποιων, όταν το κοινωνικό φύλο του καθενός φαινομενικά ταυτιζόταν με το βιολογικό, αν κάποιος γεννιόταν άντρας υποχρεωνόταν να φέρεται ανδροπρεπώς –αντίστοιχα κι η γυναίκα θηλυπρεπώς– ενώ η οποιαδήποτε ερωτική έλξη όφειλε να ‘ναι ετεροφυλόφιλη. Κάθε περίπτωση που ξέφευγε από αυτή την (έτερο)κανονικότητα ήταν για την κοινωνία ανάρμοστη, απαράδεκτη, ή κι «ανώμαλη». Η διαφορετικότητα αυτή με τον καιρό έγινε αποδεκτή, για τους περισσότερους ανθρώπους τουλάχιστον, αν κι ακόμα υπάρχει μια κάποια δυσκολία στην κατανόησή της. Εκεί είναι που μπαίνουν οι ταμπέλες και τα κουτάκια.

Τρανταχτό παράδειγμα η ομοφυλοφιλία και γενικότερα η ποικιλία της σεξουαλικότητας στον κάθε άνθρωπο. Σήμερα, η LGBTQI+ κοινότητα είναι περισσότερο αποδεκτή από ποτέ, τουλάχιστον στις περισσότερες δυτικές χώρες του κόσμου, παρά τις κατά τόπους αντιδράσεις κι ομοφοβικές συμπεριφορές. Άνθρωποι για τους οποίους η «κανονικότητα» δεν αποτελεί στόχο, αλλά εν γένει έχουν διαφορετική απ’ την επικρατούσα κοινωνική και σεξουαλική συμπεριφορά, μπορούν να θεωρηθούν ότι αποτελούν την κοινότητα αυτή.

Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι απλό για κάποια άτομα να θεωρηθούν μέλη και να ανήκουν σε αυτήν την κατηγορία, καθώς σημαντικότερος παράγοντας όλων είναι ο αυτοπροσδιορισμός, τι νιώθεις ότι είσαι. Μία κατηγορία μπορεί να διαιρείται σε κάμποσες υποκατηγορίες, παρουσιάζοντας μεγάλη δυσκολία αυτοπεριγραφής, μιας και δεν είναι όλοι εντελώς σίγουροι αν ανήκουν σε μία ή παραπάνω, μην μπορώντας με βεβαιότητα να βάλουν σε ό,τι νιώθουν μια ταμπέλα. Σε αυτήν την περίπτωση έρχεται ο όρος «κουήρ» να βοηθήσει.

Στην αγγλική γλώσσα η λέξη “queer” εμφανίστηκε κατά τον 16ο αιώνα, προερχόμενη πιθανότατα απ’ τη γερμανική λέξη “quer”, που σημαίνει «πλάγιος» ή «διεστραμμένος». Ενώ αρχικά οριζόταν ως «παράξενος», «περίεργος» ή «αλλόκοτος», «ύποπτου ή αμφίβολου χαρακτήρα», μετά τα μέσα του 20ου αιώνα άρχισε να αποκτά μια πιο προσβλητική σημασία, αφού χρησιμοποιούνταν για να αναφερθεί υποτιμητικά απέναντι σε αυτούς με ομοφυλοφιλικές επιθυμίες, κυρίως gay άντρες.

Με την άνοδο του LGBTQΙ+ ακτιβισμού τις δεκαετίες του 1960-‘80, κάποιοι ακτιβιστές ανέκτησαν τη λέξη “queer”, χρησιμοποιώντας την ως γενικό όρο για περιγραφές φύλου και σεξουαλικότητας. Σήμερα, η χρήση της με την έννοια του «αλλόκοτου» αναφέρεται κυρίως σε αντικείμενα και καταστάσεις· η χρήση της λέξης queer σε ανθρώπους σημαίνει οποιοσδήποτε δεν είναι straight και/ή cisgender[1], περιλαμβάνοντας μεταξύ άλλων δηλαδή λεσβίες, ομοφυλόφιλους άνδρες, αμφιφυλόφιλα και τρανς άτομα.

Αποτελεί όρο-ομπρέλα στην ουσία για όσα άτομα δε θέλουν να καταταχθούν αποκλειστικά σε κάποια από αυτές τις κατηγορίες, παρόλο που η έννοια μπορεί να τις περιλαμβάνει όλες. Όποια άτομα δεν είναι ετεροφυλόφιλα ή απλά δεν ταυτίζονται με το φύλο –το  βιολογικό– που γεννήθηκαν, μπορούν να θεωρηθούν κουήρ. Κάποια μάλιστα βρίσκουν προσβλητικό το να τους εντάσσουν στην κοινότητα των LGBT απ’ τη στιγμή που δεν μπορούν να ορίσουν τα ίδια τι ακριβώς τα εκφράζει, αποτελώντας έτσι μια ξεχωριστή ομάδα.

Ακούγεται περίεργο για ορισμένους το να θέλει κάποιο άτομο να αποφύγει να κατηγοριοποιηθεί βάζοντας μια άλλη ταμπέλα στον εαυτό του. Πόσο μάλλον όταν μια τέτοια έννοια μπορεί να χρησιμοποιηθεί όχι μόνο για προσωπικότητες και συμπεριφορές, αλλά ακόμα και στην τέχνη και στην καθημερινότητά μας. Θα το δείτε, ή και θα το ακούσετε, όταν βρεθεί μπροστά σας ένα έργο, μια εικόνα, ένας στίχος, ένα ποίημα, μια ζωγραφιά ή οτιδήποτε που πάει κόντρα στα καθωσπρέπει μιας ετεροκανονικής κοινωνίας που περιθωριοποιεί το διαφορετικό, κι αποζητά να το εξαφανίσει με κάθε τρόπο.

Queer, λοιπόν, ένας όρος ευέλικτος, πολυχρηστικός κι ίσως αορίστως συμπεριληπτικός, τόσο ώστε να χωράει όλα τα άτομα που αντιπαθούν τα στεγανά κουτιά της παραδοσιακής, καταπιεστικής, κοινωνίας.

Τι είναι, τελικά, το περίεργο και ποιο το διαφορετικό; Πώς ορίζουμε το «άλλο» που ενοχλεί ή προσβάλλει το τάχα «κανονικό»; Τι είναι το «κανονικό» και πού διαφέρει απ’ το «περίεργο»; Περίεργος σημαίνει μειονότητα; Μήπως το να ‘σαι περίεργος είναι ο κανόνας; Μήπως όλοι είμαστε queer; Μιλάμε, άλλωστε, για το πιο περίεργο είδος στον πλανήτη, οπότε πώς γίνεται να ψάχνουμε μια κανονικότητα που ενδεχομένως δεν υπάρχει;

 

[1] Τα άτομα που ντύνονται και συμπεριφέρονται σύμφωνα με το βιολογικό τους φύλο.

Συντάκτης: Μαρία Εφρεμίδη
Επιμέλεια κειμένου: Πωλίνα Πανέρη