Κάθε ταξίδι που κάνουμε είναι μια μοναδική εμπειρία και δε νομίζω ότι υπάρχει άνθρωπος που μπορεί να υποστηρίξει το αντίθετο. Και μόνο που θα μπεις στη διαδικασία να κατεβάσεις τη βαλίτσα σου από το πατάρι έχεις ήδη βουτήξει με τα μούτρα στο λατρεμένο όλων μας travel mood. Αυτό συμβαίνει είτε ετοιμάζεσαι για έναν κοντινό προορισμό, εντός της πανέμορφης χώρας μας, είτε όταν ετοιμάζεσαι για κάτι πιο μακρινό εκτός ελληνικών συνόρων. Γιατί κακά τα ψέματα, ποιος δε θέλει να γνωρίσει μια άλλη χώρα; Να νιώσει μια διαφορετική κουλτούρα από τη δική μας και να γεμίσει εικόνες.

Τα ταξίδια μας κάνουν τους καλύτερους αφηγητές της ζωής και το πιστεύω ακράδαντα αυτό που σας γράφω. Με κάθε ταξίδι που κάνουμε, γεμίζουμε τις κενές σελίδες από το προσωπικό βιβλίο ιστοριών μας κι εγώ σήμερα θα μοιραστώ μαζί σας δύο σελίδες από το δικό μου βιβλίο, που κατέγραψα όταν επισκέφτηκα δύο διαφορετικές κι αρκετά κόντρα πόλεις, εντός Ευρωπαϊκών συνόρων.

 

Ρώμη – Ένα ζωντανό μουσείο

Αρχικά να σας πω ότι λατρεύω τ’ ατομικά ταξίδια. Καλά είναι και τα οργανωμένα, αλλά θεωρώ ότι με τα ατομικά έχεις και την ελευθέρια να κάνεις παραπάνω πράγματα καθώς και ν’ ανακατευτείς με τους ανθρώπους της χώρας που θα επισκεφτείς ώστε να μην τη ζήσεις σαν ένας κοινός τουρίστας. Όταν αποφάσισα να πάω στη Ρώμη, όλοι μου έλεγαν ότι θα νιώσεις λες κι είσαι σ’ ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας και τελικά δεν είχαν άδικο.

Αν περπατήσεις την πόλη θα νιώσεις ότι βρίσκεσαι πραγματικά μέσα σ’ ένα ζωντανό μουσείο ιστορίας από τη ρωμαϊκή εποχή μέχρι και το σήμερα. Σε κάθε στενό, σε κάθε δρόμο σε κάθε πλατεία θα συναντήσεις αξιοθέατα από τη ρωμαϊκή, αναγεννησιακή και μεσαιωνική εποχή. Αυτό που μου έκανε όμως εντύπωση στο κομμάτι των αξιοθέατων δεν ήταν τόσο το πλήθος αλλά στο πόσο καλά διατηρημένα ήταν τα περισσότερα. Έμοιαζαν σαν να μην τα είχε αγγίξει ο χρόνος κι είχαν φιλοτεχνηθεί λίγα χρόνια πριν. Πάνθεο, Κολοσσαίο -μην πάρετε εισιτήρια από τους πλανόδιους που βρίσκονται γύρω είναι συνήθως απάτη καλό είναι να τα κλείσετε ηλεκτρονικά- Εθνικό μουσείο Ρώμης, Κάστρο των αγγέλων, Φοντάνα ντι Τρέβι κι εννοείται το Βατικανό -οπωσδήποτε εισιτήρια online, οι ουρές είναι ειλικρινά τεράστιες- είναι μερικά από τα βασικά αξιοθέατα που πρέπει να δείτε.

Ακόμα κι αν δεν είστε λάτρεις των μουσείων και τα ψιλό βαριέστε, αρκεί μια βόλτα στις πλατείες της Ρώμης και θα χορτάσουν τα μάτια σας από τέχνη. Piazza Navona και Piazza de Spania είναι από τις πιο όμορφες και κεντρικές πλατείες όπου μπορείτε ν’ απολαύσετε ακόμα και στα όρθια σταντ τον εσπρέσο σας –τον οποίον προσφέρουν μ’ ένα μικρό σφηνάκι μεταλλικό νερό ώστε να καθαρίσετε το στόμα σας από τυχόν άλλες γεύσεις για ν’ αναδείξεί ο αυθεντικός ιταλικός εσπρέσο τα αρώματά του- έτσι θα πάρετε μια ανάσα για να μπορέσετε συνεχίσετε πιο ξεκούραστοι τη βόλτα σας. Για τις μετακινήσεις σας μπορείτε να χρησιμοποιήσετε το μετρό, τα λεωφορεία και σίγουρα τα ποδαράκια σας, γι’ αυτό απαραίτητο αξεσουάρ είναι τα αθλητικά σας παπούτσια.

Σε σχέση με το φαγητό, η αλήθεια είναι ότι την πρώτη φορά που πήγα στη Ρώμη έφαγα σαν τουρίστας και δεν έμεινα ικανοποιημένη. Τη δεύτερη όμως φορά, έφαγα αρκετά καλά και το καλύτερο φαγητό το έκανα στην περιοχή Trastevere. Μια πανέμορφη πλακόστρωτη συνοικία της Ρώμης με μικρά καφέ κι εστιατόρια. Στο Trastevere έφαγα το καλύτερο πιάτο με κρέας –συγκεκριμένα στο μαγαζί όπου είχε γυριστεί το έργο Νονός- καθώς και την καλύτερη πίτσα –με αφράτη ζύμη- αλλά όχι σε κάποιο ακριβό restaurant. Ανακάλυψα απέναντι από τη Βασιλική της Santa Maria ένα μικρό μαγαζάκι που είχε πίτσα με το μέτρο και την έπαιρνες στο χέρι. Επίσης, ακόμα ένα βασικό που πρέπει να γευτείς στη Ρώμη, είναι το παγωτό της. Ακόμα και μείον δέκα βαθμούς να έχει, μη διστάσετε να δοκιμάσετε έστω μία μπάλα παγωτό από τις αμέτρητες γεύσεις που υπάρχουν στα παγωτατζίδικα- καλό θα είναι για να νιώσετε και τη διαφορά με το παγωτό της Ελλάδας να μην επιλέξετε κάτι σε γρανίτα αλλά να έχει η γεύση ως κύριο συστατικό του το γάλα. Βάλτε μέσα στο πρόγραμμά σας μια επίσκεψη σ’ ένα wine bar που υπάρχουν στο κέντρο της πόλης. Έχουν εκλεκτές ποικιλίες Ιταλικών κρασιών και νοστιμότατα πλατό με παραδοσιακά τυριά κι αλλαντικά. Για τη Ρώμη θα μπορούσα να γράφω πραγματικά αμέτρητες σειρές αλλά νομίζω ότι πρέπει να τη γευτείς για να την καταλάβεις.

 

Βουκουρέστι & Καρπάθια Όρη – H ευχάριστη έκπληξη

Βουκουρέστι ο επόμενος προορισμός η αλλιώς, όπως το λένε, το μικρό Παρίσι των Βαλκανίων. Η αλήθεια είναι ότι διάλεξα τον συγκεκριμένο προορισμό λόγω του ότι συγκαταλέγεται στις πόλεις low budget. Θεωρώ ότι μετά τη Σόφια, το Βουκουρέστι ήταν ο πιο οικονομικός προορισμός που έχω επισκεφτεί εντός Ευρωπαϊκών συνόρων. Επέλεξα να μείνω πολύ κεντρικά, συγκεκριμένα στην παλιά πόλη, για να μπορέσω να εξυπηρετηθώ με τις συγκοινωνίες, αλλά κι επειδή είναι αρκετά γραφική σε σχέση με το υπόλοιπο κομμάτι του Βουκουρεστίου.

Για να είμαι απόλυτα ειλικρινής δεν ξετρελάθηκα τόσο με τα μνημεία του, όσο με τα πάρκα του- να επισκεφτείτε οπωσδήποτε το πάρκο Χεραστράου όπου μπορείτε να νοικιάσετε ποδήλατο για να περιηγηθείτε καθ’ ότι είναι πολύ μεγάλο. Εκτός από το Παλάτι του λαού -το οποίο πραγματικά είναι επιβλητικό από την ιδέα και μόνο ότι είναι το βαρύτερο κτίριο του κόσμου και το δεύτερο μεγαλύτερο μετά το Πεντάγωνο- την Αψίδα του Θριάμβου, το Εθνικό μουσείο Τέχνης και την οικία του Τσαουσέσκου, δε νομίζω ότι έχω να σας προτείνω κάτι άλλο σε αξιοθέατα. Αλλά έχω να σας προτείνω μια εκδρομή που πρέπει οπωσδήποτε να κάνετε κι αναφέρομαι στα Καρπάθια Όρη. Θα χρειαστεί ν’ αφιερώσετε μία ολόκληρη μέρα καθότι είναι αρκετές ώρες μακριά από το Βουκουρέστι, άλλα πιστέψτε με, δε θα το μετανιώσετε. Τη συγκεκριμένη εκδρομή στα Καρπάθια Όρη εγώ προσωπικά είχα φροντίσει να κλείσω ηλεκτρονικά, ώστε να κερδίσω χαμηλή τιμή λόγω προ κράτησης -αυτό ήταν και το πιο ακριβό έξοδο του ταξιδιού μου περίπου στα 65 με 70 ευρώ το άτομο. Να είστε προετοιμασμένοι γιατί θα γεμίσουν τα μάτια σας με πράσινο. Είναι μοναδικά σε ομορφιά τα πυκνά δάση των Καρπαθίων κι η διαδρομή, παρ’ όλο ότι είναι πολύωρη, είναι αρκετά ξεκούραστη. Το πρόγραμμα επίσκεψης στα Καρπάθια Όρη είχε το Παλάτι του Πέλες -από τα πιο όμορφα παλάτια που έχω επισκεφτεί- και τον επιβλητικό πύργο του Μπραν, ή αλλιώς ο γνωστός σε όλους μας πύργος του Δράκουλα. Το εξωτερικό του Πύργου καθώς κι η τοποθεσία του είναι πραγματικά ανατριχιαστική αλλά το εσωτερικό δε λέει κάτι ιδιαίτερο.

Στο χωριό Μπραν καθίσαμε για φαγητό κι εκεί δοκίμασα μια μοναδική κρεατόσουπα σερβιρισμένη μέσα σ’ ένα σκαμμένο από την ψίχα καρβέλι ψωμί. Επίσης, στον δρόμο που ανεβαίνει για τον πύργο του Δράκουλα, έχει υπαίθριο παζάρι όπου μπορείτε να πάρετε αναμνηστικά σε πολύ οικονομικές τιμές -αποφύγετε να τα πάρετε μέσα από το μαγαζί του πύργου γιατί είναι πολύ πιο ακριβά. Κάτι τελευταίο για το Βουκουρέστι που πρέπει οπωσδήποτε να επισκεφτείτε και βρίσκετε στην καρδιά της παλιάς πόλης, είναι το πασίγνωστο εστιατόριο Caru cu Bere. Το είχα εντοπίσει από σελίδα με κριτικές για εστιατόρια και δεν ήμουν σίγουρη για την ποιότητα του φαγητού, καθ’ ότι υπήρχαν ή πολύ καλές κριτικές  ή άθλιες. Εγώ πάντως πήρα το ρίσκο –δέλεαρ αποτέλεσε ότι είχε μεγάλη ποικιλία από μπίρες κι ότι το κτίριο έμοιαζε με μνημείο- και πήγα. Απήλαυσα ένα από τα καλύτερα και πιο οικονομικά γεύματα που έχω φάει στο εξωτερικό –οπωσδήποτε να έχετε κλείσει τραπέζι γιατί έχει μεγάλη αναμονή αν πάτε χωρίς κράτηση.

Μην ξεχάσω να ενημερώσω τους λάτρεις της νυχτερινής διασκέδασης ότι το Βουκουρέστι έχει πολύ δυνατή νυχτερινή ζωή. Ειδικά στην παλιά πόλη που διέμενα, αρκετά μπαράκια έμεναν ανοιχτά μέχρι τις πρώτες πρωινές ώρες, κάτι που δε συνηθίζεται σε αρκετές πόλεις του εξωτερικού.

Ένα απόφθεγμα που διάβασα τελευταία λέει «Ο κόσμος είναι ένα βιβλίο κι όσοι δεν ταξιδεύουν διαβάζουν μόνο μία σελίδα». Η αλήθεια είναι ότι με βρίσκει πολύ σύμφωνη εννοιολογικά η παραπάνω πρόταση. Εγώ όμως σας προτείνω να μη μείνετε μόνο στο διάβασμα. Δεν αρκεί μόνο να μπεις σ’ ένα αεροπλάνο με μια βαλίτσα στο χέρι. Διάθεση χρειάζεται ένα ταξίδι, λαχτάρα γι’ ανακαλύψεις κι ανακάτεμα με τους ανθρώπους. Όπου πάτε φροντίστε να το ζήσετε σωστά. Να μαζέψετε εσείς οι ίδιοι χρώματα, εικόνες, εμπειρίες, στιγμές ώστε να συμπληρώσετε όσες περισσότερες σελίδες στο προσωπικό σας βιβλίο. Πώς θα γίνετε δυνατοί αφηγητές, άλλωστε;

 

Συντάκτης: Θάλεια Διαμαντούλη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου