Είναι πολλά αυτά που με εξοργίζουν σ’ αυτή τη ζωή, άλλωστε φημίζομαι για τα νεύρα μου.

Υπάρχουν μερικά ζητήματα, όμως, που ξεπερνάν κατά πολύ το όριο της ανοχής μου. Ένα απ’ αυτά είναι ο ευνουχισμός της ελεύθερης βούλησης και κατά συνέπεια πράξης, ειδικά όταν ο θύτης είναι η οικογένεια.

Πάει αρκετός καιρός που ανέβηκα στο Βόλο και βρήκα τους δικούς μου αλαφιασμένους να προσπαθούν να παρηγορήσουν μια γνωστή. Πριν καν προλάβω να αρθρώσω κουβέντα, η γνωστή τρέχει προς το μέρος μου και με θρηνητικό ύφος μου λέει, «Mα τώρα γίνεται αυτό; Η κόρη μου που σπουδάζει γιατρός με το γκαρσόνι;»

Αρχίζει, λοιπόν, να μου αραδιάζει από το πουθενά πώς έμπλεξε το παιδί της με έναν κατώτερο, έναν ποταπό και πως πρέπει να χωρίσουν. Του προσέδωσε κι άλλες ιδιότητες, ενώ είχε αποφανθεί πως το εν λόγω παλικάρι «δεν έχει όραμα, την κοροϊδεύει, θέλει το κακό της».

Το πώς αισθανόταν το παιδί της βέβαια, τη δική του οπτική, την έκανε αβίαστα στην άκρη, γιατί «είναι μικρή αυτή, δε ξέρει».

Για το ποιoς πραγματικά είναι αυτός ο άνθρωπος δεν είχε ιδέα κι ούτε ήθελε να έχει, φυσικά. Δε θα μακρηγορήσω περαιτέρω αναλύοντας ατέρμονες συζητήσεις, κλάματα, σχέδια εξόντωσης του «κωλόπαιδου», γιατί αυτή η κολόνια κρατάει χρόνια.

Αυτή η γυναίκα έψαχνε συνηγόρους στον παραλογισμό της. Έκανε το επίκτητο πρόβλημα της οικογένειάς της, πρόβλημα του κόσμου όλου, ρεζιλεύοντας τόσο την ίδια όσο και το παιδί της.

Απελπισμένα εκλιπαρούσε να τη δικαιώσεις, ώστε να επιβεβαιώνεται πως κάνει καλά που μετέτρεψε σε κόλαση τη ζωή του παιδιού της. Τη λυπόσουν τόσο πολύ που αν κάποιος δεν άκουγε την ιστορία θα νόμιζε πως είχε χάσει την κόρη της για πάντα.

Στο μυαλό της την είχε χάσει, γιατί αν δεν είναι άξιο θρήνου το ότι απλώς δε γουστάρει τη σχέση της κόρης της, τότε τι είναι;

Ντροπή και αίσχος. Μόνο αυτές τις λέξεις μπορώ να βρω.

Είναι που είναι δύσκολο έως ακατόρθωτο στην σήμερον ημέρα να βρει κάποιος έναν άνθρωπο να συνεννοείται, να περνάει όμορφα, να νιώθει πως αγαπάει και αγαπιέται, ορισμένοι γονείς φροντίζουν να μη το βρει ποτέ κι αν το βρει να το χάσει.

Τα κατάλοιπα των δικών τους εμπειριών έχουν φυτέψει σκουριασμένα γρανάζια στον εγκέφαλο που δεν παίρνουν μπρος όσο λάδι και αν τους ρίξεις. Αναγκάζουν τα παιδιά τους να υποφέρουν, να ξεριζώνονται από ανθρώπους που σημαίνουν πολλά, γιατί «το’ παν η μαμά κι ο μπαμπάς, αυτοί ξέρουν».

Ξεράδια ξέρουν!

Δεν είναι Θεός ο γονιός να κρίνει τόσο επιφανειακά ποιος είναι άχρηστος, ποιος θα μας πονέσει, με ποιον θα έχουμε καλή ζωή και με ποιον όχι. Για αρχή, δε ζούμε στο μεσαίωνα, άρα δε παντρευόμαστε από τα είκοσι, για να φοβάται μήπως «κακοπέσουμε».

Εάν δε, κάνουμε το λάθος να επαναστατήσουμε, όπως προτάσσει η φύση του κάθε καταπιεσμένου, τότε ξεστομίζουν τη γνωστή εκβιαστική καραμέλα «εγώ σε συντηρώ, εξαρτάσαι από ‘μένα, κι αν δεν κόψεις παρτίδες, εμάς να μας ξεχάσεις, να πας να ζήσεις με τον άχρηστο και να δούμε πώς θα τα βγάλεις πέρα».

Εάν είχατε εικόνα αυτή τη στιγμή, θα με βλέπατε να χειροκροτώ. Συγχαρητήρια! Εύγε, γονείς! Μπράβο που επιβάλλεστε με απειλές και τραμπουκισμούς στα παιδιά σας. Μπράβο που τους μαθαίνετε να μην είναι υπεύθυνοι και κύριοι των πράξεων τους. Τα προστατεύετε τέλεια έχοντάς τα εγκλωβισμένα σε ένα χρυσό κλουβί.

Οι φανταστικές φυλακές, όμως, είναι μήτρες προβληματικές που γεννάνε αιώνια ετερόφωτα εξαμβλώματα, τα οποία ποτέ δε θα πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Δεν μπορείτε συνεχώς να οικειοποιείστε τα προβλήματα των παιδιών σας, πρέπει να ζήσουν κι αυτά.

Επιβάλλεται κάποια στιγμή να συνειδητοποιήσετε πως έχετε φέρει ανθρώπους στον κόσμο κι όχι πιόνια. Το λιγότερο που τους δείχνετε μ’ αυτή τη συμπεριφορά είναι έλλειψη εμπιστοσύνης.

Δε σας είναι εφ’ όρου ζωής υπόχρεα και υπόλογα για όλα, επειδή αποφασίσατε εσείς να διαιωνιστείτε. Δεν είναι κτήματα τα παιδιά σας, αλλά αυτόνομοι και ανεξάρτητοι άνθρωποι που μετά τα δεκαεφτά τους χρόνια έχουν το δικαίωμα να πράττουν κατά το δοκούν.

Τα παιδιά σας δεν προγραμματίστηκαν για να πραγματοποιήσουν τα δικά σας όνειρα και μεράκια, ή για να ολοκληρώσουν όσα ήσασταν ανίκανοι να φέρετε εις πέρας.

Μην προβάλλετε τα δικά σας απωθημένα, φροντίστε να τα γαλουχείτε με αξίες και ιδανικά όσο είναι μικρά, ώστε σαν ενήλικες να μην επαναλάβουν τα δικά σας λάθη. Τα αισθήματά σας γι’ αυτά θα έπρεπε να αντλούνται από αγάπη και όχι από εγωιστικά κίνητρα του τύπου «παιδί μου είναι ό,τι θέλω το κάνω».

Οι άνθρωποι που φέρατε στον κόσμο δεν είναι γαϊδούρια να τους τραβάτε τα χαλινάρια όποτε θεωρείτε πως παραστρατούν. Δε γεννήθηκαν «κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσίν» σας και θα έπρεπε να χαίρεστε γι’ αυτό. Να αποζητάτε την εξέλιξη στο είδος και όχι ένα κακέκτυπό σας.

Ο πόνος του απογαλακτισμού φαίνεται να είναι εν τέλει δικός σας κι όχι των παιδιών σας. Το ειρωνικότερο όλων είναι πως έτσι έχετε τα αντίθετα από τα επιθυμητά αποτελέσματα. Τα παιδιά απομακρύνονται και σας κρατάνε μακριά απ’ τη ζωή τους. Και καλά κάνουν.

Αυτούς τους γονείς που ντροπιάζουν τον εαυτό και τα παιδιά τους, που πάνε κόντρα στην ίδια τη φύση, τους λυπάμαι.

Μα πιο πολύ λυπάμαι τα παιδιά, τους ενήλικες αυτούς, που αντί να τους βάλουν στη θέση τους, υπακούουν σαν ά-λογα, που λέγαμε πριν.

Μάνα δεν είμαι και δεν ξέρω κι αν ποτέ θα γίνω. Είμαι όμως άνθρωπος κι αυτό είναι αρκετό. 

Οποιαδήποτε ομοιότητα με πρόσωπα, γεγονότα ή καταστάσεις είναι εντελώς αληθινή κι ελπίζω επιτέλους να εστάλη το μήνυμα. 

Συντάκτης: Νάντια Γιαννέλου