Στην ερώτηση «Ζηλεύεις;», οι περισσότεροι θα απαντήσουν με ύφος χαλαρό και σχεδόν απαξιωτικό πως «Όχι», «Δεν είναι του στιλ μου», «Δεν έχω λόγο να ζηλέψω» κι άλλες εκφράσεις προσπαθώντας να μας μεταδώσουν λίγη από την πλούσια αυτοπεποίθησή τους. Αλλάζοντας λίγο την ερώτηση αρκετοί από εμάς θα απαντήσουν πως ναι, τους ζηλεύουν αρκετά και τις περισσότερες φορές ισχυριζόμενοι πως δεν έχουν δώσει καν αφορμή για κάτι τέτοιο, παρουσιάζοντας τον σύντροφό τους, ελαφρά υπερβολικό.

Ζήλια· κεφάλαια ολόκληρα μπορούν να γραφτούν και ώρες αμέτρητες μπορούμε να συζητάμε ανταλλάσσοντας απόψεις. Υπάρχουν δεκάδες λόγοι για τους οποίους συμβαίνει να μπλέκουμε σε αυτήν την κατάσταση, όπως επίσης και αρκετά είδη ζήλιας. Υπάρχει όμως κι εκείνη που δύσκολα μπορούμε να καταλάβουμε και να δικαιολογήσουμε, πόσο μάλλον να την αντιμετωπίσουμε και δεν είναι άλλη από την ζήλια των φίλων. Ψιλά γράμματα για κάποιους, πόσο μπορεί να σε ζηλεύει ο ίδιος σου ο φίλος, θα σκεφτούν. Μα εδώ δε μιλάμε για ανταγωνισμό, για διεκδίκηση ενός τίτλου που θα ξεκινάει πάντα με την λέξη «καλύτερος», αλλά για μια σκληρή διεκδίκηση για την κατάκτηση της μίας και μοναδικής θέσης δίπλα του.

Δενόμαστε με τους ανθρώπους που αγαπάμε, πόσο μάλλον με εκείνους που μοιραζόμαστε τα πάντα μαζί, λύπες, χαρές, επιτυχίες κι απογοητεύσεις, στιγμές μοναδικές που χωρίς την παρέα του κολλητού μας δε θα έμοιαζαν ίδιες στην ανασκόπηση των χρόνων. Κάποιες φορές όμως ίσως δενόμαστε λιγάκι παραπάνω, σε σημείο να ξεπερνάμε τα όρια και το χάνουμε στην ιδέα πως το κολλητάρι μας έχει κι άλλη ζωή, πέρα από τον δικό μας μικρόκοσμο. Πράγματα, συνήθειες και ασχολίες που μπορεί να έχει χωρίς την συντροφιά μας μάς φαίνονται ανούσια και με την πρώτη ευκαιρία σπεύδουμε να τονίσουμε μόνο τις αρνητικές επιδράσεις που μπορεί να έχουν. Όταν κάποιος άλλος τολμάει να περάσει στη ζώνη του φιλικού, βγάζουμε νύχια και στήνουμε τις άμυνές μας, έτοιμοι να περάσουμε στην αντεπίθεση- ακόμα κι αν η νέα είσοδος αυτή μοιάζει φιλική απέναντί μας. Κανείς δεν μπορεί να διαπεράσει αυτή την ιδιόμορφη σχέση, ακόμα κι αν έχει ζητηθεί η έγκρισή μας, δε θα δοθεί ποτέ και σε κανέναν, όσο ο ορίζοντάς μας παραμένει κλειστός και ο φόβος μας πως θα χαθεί σιγά-σιγά η φιλία αυτή και ο τρόπος με τον οποίο τη ζούμε μεγαλώνει κάθε φορά.

Όταν δε, έρχεται η ώρα να γνωρίσουμε τον εκάστοτε σύντροφο, τότε βγαίνουν τα μεγάλα όπλα. Τι κι αν σε συζητήσεις μεταξύ μας πάντοτε εκφράζουμε το θέλω μας να βρει ο κολλητός μας την ευτυχία στο πρόσωπο κάποιου, γνωρίζοντας τον έρωτα και την πραγματική αγάπη. Όταν συμβαίνει στην πραγματικότητα, είναι σαν να πέφτουν οι μάσκες. Από τη μία παρακαλάμε για να γνωρίσουμε εκείνον που κέρδισε το ενδιαφέρον του φίλου μας, όμως όταν βρισκόμαστε από κοντά είναι σαν να μη θέλουμε να τον αφήσουμε να γίνει μέλος της παρέας. Κάθε τι που θα πει ή θα κάνει μας φαίνεται ανούσιο κι ενώ στην αρχή μοιάζουμε απλώς διστακτικοί να τον γνωρίσουμε, στην πορεία τα πραγματικά μας συναισθήματα βγαίνουν στη φόρα και η αντιπάθεια δεν μπορεί να κρυφτεί. Κι ενώ όντως δεν μπορούμε να τα πηγαίνουμε καλά με όλους, όταν μέσα στα τόσα χρόνια φιλίας δεν έχει βρεθεί ένας σύντροφος του κολλητού που να συμπαθούμε, τότε δε φταίνε οι άλλοι, αλλά μάλλον εμείς κι ο εαυτός μας που αρνείται να παραχωρήσει μια μικρή θέση και για κάποιον άλλον στη ζωή του.

Μπορεί απομονώνοντας όλα αυτά τα σκηνικά κάποιος να μην μπορεί να αντιληφθεί πως πρόκειται για ζήλια, αλλά απλώς για έναν ιδιαίτερο κι αυστηρό φίλο. Στην πραγματικότητα είναι όμως δείγματα και μάλιστα ανησυχητικά και καλό θα είναι να τα αντιληφθούμε πριν να είναι πολύ αργά. Αργά, όχι για εκείνον που τη δέχεται, αλλά για εκείνον που την προκαλεί. Γιατί είναι κρίμα να χάσεις κάποιον τόσο σημαντικό για εσένα, απλά και μόνο γιατί θέλεις να διατηρήσεις την αποκλειστικότητα. Οι πραγματικοί φίλοι αγαπιούνται και θα αγαπιούνται όσες συνήθειες κι αν αλλάξουν, σε όσες πόλεις κι αν μετακομίσουν κι όσοι νέοι άνθρωποι κι αν έρθουν στη ζωή τους. Και η αποκλειστικότητα είναι για τα ρεπορτάζ. Όχι για τις σχέσεις. Και μάλιστα τις φιλικές.

 

 

Συντάκτης: Χαρά Τζιώτη
Επιμέλεια κειμένου: Γιοβάννα Κοντονικολάου