Τα συμπτώματα χαρακτηριστικά και κοινά σ’ όλους. Μια αναπόφευκτη παιδιάστικη εμμονή. Μια μόνιμη κατάληψη της σκέψης σου από το συγκεκριμένο άτομο. Μια αδικαιολόγητη εξιδανίκευση του προσώπου εκείνου. Η ζωή σου μοιάζει να περιστρέφεται γύρω από ένα πρόσωπο. Λες κι ο χρόνος αποκτά νόημα μόνο όταν συναντηθείτε, μόνο όταν μιλήσετε, μόνο όταν ανταλλάξετε μηνύματα. Ό,τι κι αν κάνεις, αποζητάς συνεχώς την προσοχή αυτού του προσώπου. Όντας διαρκώς στη σκέψη σου, νιώθεις την ανάγκη να επικοινωνήσεις. Ψάχνεις αφορμές να οργανώσεις κάτι ώστε να συναντηθείτε. Γυρεύεις διαρκώς δικαιολογίες για να στείλεις εκείνο το μήνυμα, να πάρεις εκείνο το τηλέφωνο. Κι αν δεν τις βρεις, τις φτιάχνεις. Σχετίζεται δε σχετίζεται, εσύ περιτέχνως θα συνδέσεις κάθε τι με το άτομο αυτό, ώστε να μπορέσεις να ανοίξεις μια πόρτα επικοινωνίας.

Κι όταν το καταφέρεις, όταν τραβήξεις την προσοχή, το πρόσωπό σου πρώτο-πρώτο θα σε μαρτυρήσει. Είσαι μ’ ένα μόνιμα διάπλατο χαμόγελο λες και σου το ‘χουν κάνει τατουάζ. Χαρακτηριστικό, χαζό και παράλληλα χαριτωμένο. Και ο λόγος; Μόνο και μόνο επειδή ανταποκρίθηκε. Δεν μπαίνεις στη διαδικασία να φιλτράρεις κι ιδιαίτερα τι είδους προσοχή τράβηξες. Εκείνη τη φάση σού αρκεί που ο προβολέας είναι στραμμένος επάνω σου. Κι έπειτα γίνεσαι ένας από τους καλύτερους σεναριογράφους της εποχής σου.

Ανακαλείς συνεχώς στιγμές από συναντήσεις σας, κομμάτια από συζητήσεις σας, ανατρέχεις στα μηνύματα που ανταλλάξατε, δίνοντας έμφαση σ’ αυτά του άλλου προσώπου. Τα σενάρια που φτιάχνεις, τα συμπεράσματα που βγάζεις ουδεμία ενδεχομένως σχέση έχουν με την πραγματικότητα. Βλέπεις αυτό που θέλεις να δεις. Καταλαβαίνεις αυτό που θέλεις να καταλάβεις. Λες και έχεις προγραμματιστεί σε μια και μόνο συχνότητα. Αυτή που σου δημιουργεί την έντονη πεποίθηση πως ταιριάζετε, πως ο άνθρωπος αυτός ίσως να είναι ο σύντροφος της ζωής σου.

Ψάχνεις διαρκώς για επιβεβαίωση πως αυτό που νιώθεις είναι αμοιβαίο, έχεις τόση ανάγκη να είναι αμφίδρομο και καταλήγεις να μεταφράζεις κάθε λέξη και κίνηση ως ένα «σημάδι» πως και το άλλο άτομο αισθάνεται το ίδιο. Εστιάζεις σε emojis, σε σημεία στίξεις, σε παύσεις, στον χρόνο ανταπόκρισης, στο ύφος, στον τόνο της φωνής, στο βλέμμα. Παίζεις κυριολεκτικά με τις λέξεις και τις φράσεις. Το άλλο πρόσωπο εν τω μεταξύ, ιδέα δεν έχει τι γίνεται στο δικό σου μυαλό. Δεν έχει ιδέα τι μπορεί να προκαλέσουν το ένα, δύο ή τρία θαυμαστικά που θα βάλει ή δε θα βάλει. Δεν έχει ιδέα ότι η ευγενική χειρονομία που έκανε ερμηνεύτηκε από σένα σαν κάτι περισσότερο από αυτό που ήταν. Μια πράξη ευγένειας και καλοσύνης.

Δεν έχει ιδέα ότι έχεις πρήξει το κολλητάρι για χάρη του. Όλο γι’ αυτό μιλάς. Όλο σ’ αυτό αναφέρεσαι. Δεν έχεις άλλα νέα από το τι κουβέντες έτυχε να ανταλλάξετε, τι είδες στο φατσοβιβλίο του, τι έκανε τις προάλλες, πού πήγε, με ποιους πήγε. Αν δε, το μάτι σου πέσει και σε τίποτα πιο «ύποπτο», αρχίζεις και τρώγεσαι για τον πιθανό «αντίπαλο» που εντόπισες. Και χωρίς να το καταλάβεις αναλαμβάνεις ρόλο Ηρακλή Πουαρό. Τα ενδιαφέροντά σου αρχίσουν να προσαρμόζονται. «Ο Κώστας παίζει τένις. Λες να ξεκινήσω κι εγώ; Καλό θα μου έκανε. Της Τασίας της αρέσει πολύ το αρχαίο ελληνικό θέατρο. Πάμε να δούμε κι εμείς καμιά παράσταση;» Αυτά λες και μένουν οι φίλοι σου αποσβολωμένοι να σε κοιτούν. Γιατί μέχρι πρότινος η σχέση σου με οτιδήποτε απ’ αυτά που προανέφερες ήταν ό,τι και το μετρό για τη Θεσσαλονίκη. Ανύπαρκτη.

Μέσα σ’ όλον αυτόν τον ενθουσιασμό και την τρέλα σου, αδυνατείς να δεις πως προβαίνεις σε πράξεις, κινήσεις και σκέψεις που υπό άλλες συνθήκες θα ήταν αντίθετες με τον χαρακτήρα σου, τις επιθυμίες σου και τις αξίες σου. Κρατιέσαι από γελοία -εν τέλει- ανύπαρκτα, φανταστικά σημάδια. Λες και το μυαλό κάνει ό,τι πιο απίθανο να φαίνεται πιθανό, αγνοώντας τελείως κάθε ψήγμα λογικής. Λες κι απλώς εκείνο το διάστημα, όσο διαρκεί και η καψούρα σου, φοράς ένα είδος γυαλιών με παρωπίδες, που δε σου επιτρέπουν να δεις την πραγματικότητα γύρω σου παρά μόνο τον στόχο σου. Έτσι κλειδώνεις σ’ αυτόν και προχωράς με αμείωτη ταχύτητα κατά πάνω του.

Στα πολλά, όταν δε βλέπεις ουσιαστική ανταπόκριση, κάπου ο εγωισμός σου αρχίζει να τσιγκλάει, κάπου η λογική βρίσκει μια χαραμάδα στο μυαλό σου κι αρχίζεις να προβληματίζεσαι, και τότε το τοπίο ξεθολώνει. Λες κι ο φακός σου από zoom in, σιγά σιγά αρχίζει να κάνει zoom out, κι εκεί βλέπεις ολόκληρη την εικόνα. Παύεις να είσαι «χαμένος» σ’ αυτή, την κοιτάς απ’ έξω, σαν αμερόληπτος παρατηρητής πλέον, και ξαφνικά ξυπνάς. Συνειδητοποιείς πόσο μονόπλευρα ήταν όλα αυτά. Αντιλαμβάνεσαι πως δεν υπήρχαν κρυμμένα μηνύματα και υπονοούμενα πίσω από τις λέξεις και τις κινήσεις και βρίσκεσαι αντιμέτωπος μ’ έναν εντελώς διαφορετικό κόσμο από αυτόν που ζούσες μέχρι πρότινος.

Ακόμη κι εσύ ο ίδιος γελάς με τον εαυτό σου. Ίσως και να θυμώνεις κιόλας μαζί του. Όσο το σκέφτεσαι τόσο περισσότερο διερωτάσαι πώς είναι δυνατό να έκανες ό,τι έκανες, να συμπεριφερόσουν καθ’ αυτόν τον τρόπο, να αντιδρούσες έτσι. Εσύ δε τα συνηθίζεις κάτι τέτοια. Εφηβικές χαζομάρες τα ‘λεγες. Τι σ’ είχε πιάσει; Πώς σκεφτόσουν; Πώς γίνεται να μην μπορούσες να το ελέγξεις; Η απάντηση όμως είναι τόσο απλή. Όπως θες πες το. Έρωτας, καψούρα, αγάπη; Το ίδιο αποτέλεσμα είχαν. Το μεθύσι τους είναι αυτό που είχε τέτοια επίδραση επάνω σου.

Και τώρα που ξέρεις, επουδενί μην μπεις στο τρυπάκι να μειώσεις τον εαυτό σου, να μετανιώνεις, να νιώθεις αμήχανα, χαζά, να ντραπείς, σαν μικρό παιδί που άφησε να παρασυρθεί, για κάτι που εν τέλει δεν απέδωσε. Κι αν μπορούσες να τα ελέγξεις, θα το έκανες; Ποιο το νόημα; Μια δόση τρέλας και παραφροσύνης, μια αίσθηση έκστασης, είναι αυτά που δείχνουν ότι είσαι άτομο παθιασμένο που δε φοβάται να νιώσει και να εκφράσει αυτό που αισθάνεται, που δε φοβάται να κυνηγήσει αυτό που θέλει. Τι κι αν δεν είναι αμοιβαίο; Εσύ για όσο διάστημα το ζούσες σ’ έκανε να νιώθεις ζωντανός. Αυτό να κρατήσεις. Και να είσαι σίγουρος πως όταν θα είναι αμοιβαίο, δε θα υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησης και αμφιβολίας, θα έρθει τόσο αβίαστα που θα αιφνιδιαστείς κι εσύ ο ίδιος. Μέχρι τότε, συνέχισε να απολαμβάνεις τη ζωή με όποια καψούρα αυτή σου επιφυλάσσει. Διότι όσο κι αν γνωρίζουμε, όσες φορές κι αν την έχουμε πατήσει, τόσο εθιστική είναι η αύρα του έρωτα που άλλες τόσες θα ξαναπέσουμε στην ίδια παγίδα.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Βασιλική Γ.