Όλοι έχουμε την εντύπωση πως κανείς δε μας γνωρίζει καλύτερα απ’ ότι εμείς οι ίδιοι τον εαυτό μας. Αν όμως σας έλεγα πως κάτι τέτοιο δεν ισχύει; Αν σας έλεγα πως νομίζουμε ότι ξέρουμε τον εαυτό μας ενώ η πραγματικότητα είναι πως γνωρίζουμε και καταλαβαίνουμε μονάχα ένα μέρος αυτού; Και πως για να καταλάβουμε πλήρως τον εαυτό μας χρειάζεται να δώσουμε προσοχή στο πώς αντιδρούμε σε χαρακτηριστικά άλλων ανθρώπων; Ο Ελβετός ψυχαναλυτής Καρλ Γκούσταβ Γιουνγκ, είπε την εξής ιντριγκαδόρικη φράση, η οποία αδιαμφισβήτητα μας προβληματίζει «Οτιδήποτε μας ερεθίζει στους άλλους ανθρώπους, μας φέρνει πιο κοντά στο να καταλάβουμε τον εαυτό μας». Σίγουρα ένα σωρό ερωτήσεις γεννιούνται ως προς την ερμηνεία της συγκεκριμένης φράσης, απαντήσεις στις οποίες μπορούν να δοθούν μόνο αν κάνουμε μια προσπάθεια κατανόησης μέρους του συνόλου των ποικίλων εννοιών που πρεσβεύει ο Γιούνγκ.

Για αρχή ας αναφερθεί πως ο Γιουνγκ θεωρείται ο πατέρας της αναλυτικής ψυχολογίας (ψυχολογία του βάθους) ή Γιουνγκιανής όπως συνηθίζεται να λέγεται, που σκοπό έχει την κατανόηση ασυνείδητων κομματιών της ανθρώπινης ψυχοσύνθεσης και συμπεριφοράς, ώστε ουσιαστικά να φέρει το άτομο σε «επικοινωνία» με το άγνωστο και κρυμμένο αυτό κομμάτι του. Αξίζει να σημειωθεί πως βάση των αναλύσεων του Γιουνγκ ήταν οι θεωρίες που ανέπτυξε ο Φρόιντ, του οποίου ήταν και μαθητής για αρκετά χρόνια, μέχρι το 1912 όταν κι επήλθε ρήξη στη σχέση τους εξαιτίας της έντονης διαφωνίας του Γιουνγκ σχετικά με την πεποίθηση του Φρόιντ πως ο λόγος που ο άνθρωπος δεν κατανοεί πλήρως τον εαυτό του, είναι λόγω ανεξερεύνητων ερωτικών κομματιών (η ανάπτυξή του γύρω από το Οιδιπόδειο σύμπλεγμα). Ο Γιουνγκ λοιπόν, πίστευε πως για να μπορέσει ένας άνθρωπος να κατακτήσει την ολότητα του εαυτού του, πρέπει να προσπαθήσει να συνδεθεί με τα ασυνείδητα κομμάτια του για να ανακαλύψει και να αγκαλιάσει τον αληθινό του εαυτό. Μάλιστα τόνισε πως η δύναμη του ασυνειδήτου είναι μεγαλύτερη απ’ ό,τι πιστεύουμε και δεν μπορούμε απλά να συμπεριφερόμαστε σαν να μην υπάρχει, αφού κάτι τέτοιο θα σήμαινε πως έχουμε κατανοήσει πλήρως την ψυχή, μια υπόθεση το λιγότερο ουτοπική. Έτσι επικεντρώθηκε κι ο ίδιος στην όσο το δυνατόν καλύτερη κατανόηση κι επεξήγηση της λειτουργίας του.

Ως εικόνα, ο Γιουνγκ παρομοίασε τον ψυχικό κόσμο του ανθρώπου σαν μια σφαίρα που βρίσκεται στον τρισδιάστατο κόσμο, της οποίας κάποιες πλευρές φωτίζονται και κάποιες άλλες όχι τόσο, με αποτέλεσμα να είναι πιο σκοτεινές. Η σφαίρα αυτή αντιπροσωπεύει τον εαυτό μας, ο οποίος κι είναι πολυμορφικός. Το φωτεινό μέρος της σφαίρας αντικατοπτρίζει το «εγώ» μας, την προσωπικότητά μας, αυτά τα οποία γνωρίζουμε, έχουμε αποδεχτεί κι αφήνουμε να φανούν προς τον έξω κόσμο και συνεπώς εμπίπτει κάτω από το συνειδητό μας κόσμο. Το σκοτεινό μέρος της σφαίρας, ο Γιουνγκ το ονόμασε σκιά και είναι ουσιαστικά όλα τα προσωπικά μας στοιχεία τα οποία λόγω του ότι δεν ταυτίζονται με την εικόνα του «εγώ» που συνειδητά επιλέξαμε και προβάλλουμε προς τα έξω, αρνούμαστε κατά κάποιο τρόπο να τα αναγνωρίσουμε κι έτσι τα απορρίπτουμε πιστεύοντας πως αυτά θα εξαφανιστούν. Αυτό εμπίπτει μέσα στο ασυνείδητο στοιχείο, το οποίο ο Γιουνγκ διαχώρισε περαιτέρω σε ατομικό και συλλογικό.

Το ατομικό ασυνείδητο σχετίζεται με προσωπικές εμπειρίες του ατόμου και περιλαμβάνει ξεχασμένες ή και καταπιεσμένες πληροφορίες, επιθυμίες, σκέψεις, μνήμες, τραυματικές εμπειρίες, οι οποίες δεν είναι άμεσα διαθέσιμες στο μυαλό του για να ανακαλεστούν από τη συνειδητή μνήμη. Το συλλογικό ασυνείδητο από την άλλη, δεν έχει να κάνει με προσωπικά βιώματα του ατόμου, αλλά περιλαμβάνει ένστικτα και τα λεγόμενα «αρχέτυπα» κατά τον Γιουνγκ, τα οποία οι άνθρωποι φέρουμε μαζί μας με τη γέννησή μας, τα κληρονομήσαμε κατά μία έννοια από γενιές σε γενιές και είναι κοινά μεταξύ ολόκληρης της ανθρωπότητας. Εξού και παρ’ όλες τις διαφορές που μπορεί να έχουμε μεταξύ μας σαν λαοί, δεν παύουμε να πορευόμαστε βάσει κάποιων όμοιων ενστίκτων, όπως για παράδειγμα η έννοια του καλού και του κακού, του Θεού με το Διάβολο, ο φόβος για το σκοτάδι, το τέλος της ζωής, η σχέση μητέρας και παιδιού, τα οποία και συναντούμε μέσα από θρησκείες, τέχνες, μουσική, κινήματα.

Αυτή η σκιά λοιπόν του ασυνείδητου, μπορεί να εμπεριέχει τόσο αρνητικά όσο και θετικά στοιχεία. Δηλαδή μπορεί να περιλαμβάνει συνήθως πιο ζωώδη ένστικτά μας, πιο σκοτεινές επιθυμίες, αρνητικές πτυχές του χαρακτήρα μας, λάθη κι αδυναμίες μας τα οποία φοβούμαστε να αντιμετωπίσουμε και συνεπώς δε φέρουμε ποτέ στην επιφάνεια του συνειδητού. Δεν περιέχει όμως μόνο καταστροφικές πλευρές της προσωπικότητάς μας, αλλά και θετικές, δυναμικές, δημιουργικές δυνατότητας, οι οποίες καταπιέστηκαν και δεν εκδηλώθηκαν ποτέ, σε μια προσπάθειά μας να συνάδουμε με τα όσα οι κοινωνίες επιβάλλουν ανά τα χρόνια. Άρα ενδέχεται να περιέχουν και κάποια θετικά γνωρίσματα τα οποία θαυμάζουμε ως χαρακτηριστικά σ’ έναν άλλον άνθρωπο για παράδειγμα, αλλά να θεωρούμε πως εμείς δεν μπορούμε να τα έχουμε ποτέ κι έτσι αυτόματα τοποθετούμε το συγκεκριμένο χαρακτηριστικό στη σκιά και δεν το αφήνουμε να εκφραστεί ελεύθερα στη ζωή μας.  Όλα αυτά όμως, όπως είπε ο Γιουνγκ, όσο κι αν τα αγνοούμε και δεν τα ψάχνουμε, δεν εξαφανίζονται. Μάλιστα κάτι πολύ έντονο που είπε για να τονίσει, όχι μόνο την ύπαρξη του ασυνειδήτου αλλά και τη δύναμή του, είναι το εξής «Μέχρι να κάνεις το ασυνείδητο, συνειδητό, αυτό θα κατευθύνει τη ζωή σου κι εσύ θα το ονομάζεις μοίρα».

Κι επειδή αυτή η σκιά, ψάχνει τρόπους να βγει προς τα έξω, καταλήγει να έρχεται στην επιφάνεια μέσω των προβολών, ενός μηχανισμού άμυνας στον οποίο είχε αναφερθεί κι ο Φρόιντ, μέσω του οποίου αυτές οι σκιές προβάλλονται σ’ άλλους ανθρώπους. Σημαίνει πως κάτι που είναι κοντά μας, κάτι που επί της ουσίας δεν το αναγνωρίζουμε ή δεν το θέλουμε, καταλήγουμε να το ρίχνουμε μακριά και να το προβάλλουμε ως χαρακτηριστικό ανθρώπων που έχουμε απέναντί μας. Μια διεργασία που γίνεται ασυνείδητα, αλλά γι’ αυτόν ακριβώς το λόγο έχει μεγάλη σημασία, διότι ουσιαστικά το τι γίνεται είναι ότι βλέπουμε τους άλλους όπως εμείς είμαστε κι όχι όπως αυτοί είναι. Προβάλλοντας επάνω τους χαρακτηριστικά τα οποία απορρίψαμε υποσυνείδητα, είναι σαν να βλέπουμε σ’ αυτούς δυνητικά και το μελλοντικό μας εαυτό, ή καλύτερα τον εν δυνάμει αληθινό μας εαυτό, την ολότητά του.

Εδώ έρχεται να δέσει κι η φράση που αναφέρθηκε στην αρχή, με την έννοια πως οτιδήποτε αρνητικό μπορεί να μας ενοχλεί ή καλό μπορεί να θαυμάζουμε, είναι ουσιαστικά κομμάτια του δικού μας ασυνειδήτου. Αναγνωρίζοντάς τα ως τέτοια και εξερευνώντας τα, ερχόμαστε και πιο κοντά στο να καταλάβουμε εμάς τους ίδιους. Για παράδειγμα κάτι το οποίο μας ενοχλεί πάνω σ’ έναν άλλο άνθρωπο, κατά πάσα πιθανότητα είναι ένα αρνητικό δικό μας κομμάτι το οποίο το απωθήσαμε και δε θέλουμε να το αντιμετωπίσουμε, επειδή ακριβώς μας φέρνει στη δύσκολη θέση να διαπιστώσουμε πως το πακέτο αυτό του εαυτού που συνειδητά επιλέξαμε να προβάλουμε, εμπεριέχει κι αρνητικά στοιχεία μέσα και συνεπώς δεν είναι τόσο «τέλειο» όσο θέλαμε να πιστεύουμε. Σκοπός δεν είναι να φέρουμε στην επιφάνεια καταστροφικές συμπεριφορές, αλλά να τα θεωρήσουμε σαν φυσιολογικά κομμάτια μιας ολοκληρωμένης πολύπλευρης προσωπικότητας.

Κατά τον Γιουνγκ, αν εξασκήσουμε την αποδοχή του κόσμου γύρω μας και καταφέρουμε να φτάσουμε στο σημείο να είμαστε σε τέτοιο βαθμό αυθεντικοί, που ουσιαστικά να αγαπήσουμε τους γύρω μας, αυτόματα εξασκούμαστε και στη γνωριμία με την ολότητά μας. Εξασκούμαστε στο να αγαπήσουμε όλα τα κομμάτια του εαυτού μας, να φέρουμε τη σκιά στην επιφάνεια, να την αποδαιμονοποιήσουμε, να συμφιλιωθούμε με όλες τις δυνατότητες του «εγώ» μας κι όχι μόνο αυτές που παρουσιάζονται σαν μάσκα, το προσωπείο το οποίο δείχνουμε προς τον κόσμο. Ο φόβος που υπάρχει πως αν δοθεί σημασία στο ασυνείδητο τότε η αναγνώρισή του και μόνο θα του δώσει αξία και συνεπώς θα μας κυριαρχήσει, είναι οξύμωρο, διότι στην ουσία συμβαίνει ακριβώς το αντίθετο. Όσο κάτι κρατιέται στη σκιά, τόσο περισσότερο θα συνεχίζουμε να το απωθούμε και τόσο περισσότερο αυτό θα μας βρίσκει. Αν όμως του ρίξουμε φως, αν το μεταφέρουμε στο συνειδητό κόσμο, τότε παύει και να είναι απειλή, ελέγχεται περισσότερο και παύει και να επεμβαίνει έμμεσα στη ζωή μας και να αλλοιώνει την πραγματικότητά μας.

Συντάκτης: Άννα Μετόχη
Επιμέλεια κειμένου: Μαρία Ρουσσάκη